Φράση (Noun phrase)
/ˈmeɪsənz wɜrk/
Η φράση "mason's work" αναφέρεται σε κάθε έργο που εκτελείται από έναν μαστόρο, ο οποίος είναι ειδικός στην κατασκευή και τοποθέτηση δομικών υλικών όπως τούβλα, πέτρες και άλλα οικοδομικά υλικά. Χρησιμοποιείται συχνά σε βιομηχανίες οικοδομής και ανακατασκευής. Η χρήση της φράσης είναι περίπου ίση μεταξύ προφορικού και γραπτού λόγου, αλλά συναντάται περισσότερα σε τεχνικά και κατασκευαστικά κείμενα.
Η ποιότητα της εργασίας του μαστόρου ήταν φανερή σε κάθε τούβλο που τοποθετήθηκε.
He takes great pride in his mason's work and always strives for perfection.
Η φράση "mason's work" χρησιμοποιείται κυρίως σε τεχνικά συμφραζόμενα, αλλά μπορεί να εμφανιστούν ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις στο ευρύτερο πλαίσιο της κατασκευής:
Πολλές χέρια κάνουν την εργασία του μαστόρου εύκολη.
Practice makes perfect mason's work.
Η εξάσκηση κάνει την εργασία του μαστόρου τέλεια.
A good foundation is essential for a mason's work to last.
Μία καλή βάση είναι απαραίτητη για να διαρκέσει η εργασία του μαστόρου.
Don't rush the mason's work; quality takes time.
Η λέξη "mason" προέρχεται από το Λατινικό "mānsionem" (σπίτι) και γαλλική "maçon," που χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια επαγγελματική ομάδα που ειδικεύεται στην κατασκευή από πέτρα ή τούβλο.
Συνώνυμα: - Τοιχοποιία (Masonry) - Εργασία κτιστή (Brickwork)
Αντώνυμα: - Γενική δουλειά (General work) - Προσωρινή κατασκευή (Temporary construction)