Mass είναι ουσιαστικό.
/mæs/
Η λέξη mass αναφέρεται σε ένα μέγεθος που σχετίζεται με την ποσότητα της ύλης σε ένα αντικείμενο. Στην φυσική, υποδηλώνει την αντίσταση ενός σώματος στην αλλαγή της κίνησής του. Χρησιμοποιείται ευρέως και σε άλλα πεδία, όπως στη θρησκεία (όρος για χριστιανική λειτουργία) ή στη στατιστική (για μεγάλες ομάδες ατόμων).
Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, καθώς είναι μια κοινή λέξη που αναφέρεται σε θεμελιώδεις έννοιες.
The mass of the object was measured to be two kilograms.
Η μάζα του αντικειμένου μετρήθηκε ότι είναι δύο κιλά.
There was a mass gathering in the park for the concert.
Υπήρξε μια μεγάλη συγκέντρωση στο πάρκο για τη συναυλία.
The scientist explained how mass affects gravity.
Ο επιστήμονας εξήγησε πώς η μάζα επηρεάζει τη βαρύτητα.
Η λέξη mass χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις:
Mass hysteria: A phenomenon where a large group of people exhibits similar symptoms of distress.
Η μαζική υστερία είναι ένα φαινόμενο όπου μια μεγάλη ομάδα ανθρώπων εκδηλώνει παρόμοια συμπτώματα ανησυχίας.
Mass appeal: Something that is attractive to a large number of people.
Η ταινία είχε μαζική απήχηση στους θεατές όλων των ηλικιών.
In the mass: In a large group or quantity, often used to describe trends or behaviors.
In the mass, people tend to follow major trends without questioning them.
Στην μάζα, οι άνθρωποι τείνουν να ακολουθούν τις μεγάλες τάσεις χωρίς να τις αμφισβητούν.
Mass production: The manufacturing of large quantities of standardized products.
Η μαζική παραγωγή έχει μειώσει την τιμή των αγαθών στην αγορά.
Mass transportation: A system of transporting large numbers of people, traditionally by bus or train.
Η μαζική μεταφορά είναι σημαντική για τη μείωση της κυκλοφοριακής συμφόρησης στις πόλεις.
Η λέξη mass προέρχεται από το λατινικό "mānsio," το οποίο σημαίνει "διάλειμμα, σταθμός". Χρησιμοποιήθηκε στην Αγγλική γλώσσα από τον 14ο αιώνα.
Συνώνυμα: - bulk - weight - volume
Αντώνυμα: - individual - particle - unit