mass unit: Ομάδα λέξεων (φράση).
/ məs ˈjuː.nɪt /
Η φράση "mass unit" αναφέρεται σε μία μέτρηση που χρησιμοποιείται για να εκφράσει την ποσότητα ύλης ενός αντικειμένου. Κοινές μονάδες μάζας περιλαμβάνουν το χιλιόγραμμο (kg), το γραμμάριο (g) και την ουγγιά (oz). Στη γλώσσα των Αγγλικών, χρησιμοποιείται κυρίως σε επιστημονικά και τεχνικά πλαίσια, αλλά μπορεί επίσης να εμφανίζεται και σε καθημερινές συζητήσεις, όπως όταν μιλάμε για το βάρος και τη μάζα των αντικειμένων.
Η φράση "mass unit" χρησιμοποιείται μετρίως συχνά, κυρίως στο γραπτό κείμενο, σε επιστημονικά κείμενα, περιοδικά φυσικής, ή μαθηματικά. Στον προφορικό λόγο, μπορεί να χρησιμοποιείται λιγότερο συχνά, εκτός αν υπάρχει ειδική συζήτηση για θέματα μέτρησης.
Ο επιστήμονας μέτρησε το βάρος του υλικού χρησιμοποιώντας μία ποιοτική μονάδα μάζας.
Different countries have adopted different mass units for trade and commerce.
Διάφορες χώρες έχουν υιοθετήσει διαφορετικές μονάδες μάζας για το εμπόριο και την εμπορική δραστηριότητα.
In physics, a standard mass unit is essential for calculations.
Η φράση "mass unit" δεν σχετίζεται άμεσα με συγκεκριμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε σχετικά περιβάλλοντα:
Είναι κοινό να μετράμε τα υλικά σε μονάδες μάζας όταν ψήνουμε.
"Using the correct mass unit is crucial in scientific experiments."
Η χρήση της σωστής μονάδας μάζας είναι κρίσιμη σε επιστημονικά πειράματα.
"In engineering, every design must account for mass units to ensure stability."
Η λέξη "mass" προέρχεται από το λατινικό "massa", που σημαίνει "μάζα" ή "σωρός". Η λέξη "unit" προέρχεται από το λατινικό "unitas", που σημαίνει "ενότητα" ή "μονάδα".
Συνώνυμα: - weight unit (μονάδα βάρους) - measurement of mass (μέτρηση μάζας)
Αντώνυμα: - volume unit (μονάδα όγκου) - density (πυκνότητα)