Ο όρος "massive success" αναφέρεται σε μια μεγάλη ή εξαιρετική επιτυχία, συνήθως που ξεπερνά τις προσδοκίες. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει επιτυχίες σε διάφορους τομείς, όπως η επιχείρηση, η μουσική, ο κινηματογράφος ή ακόμα και προσωπικές επιτυχίες. Η χρήση του είναι συχνή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με ελαφρώς πιο έντονη παρουσία στον προφορικό λόγο.
Μετά από χρόνια σκληρής δουλειάς, το έργο τελικά πέτυχε μαζική επιτυχία.
The new product launched last month has received massive success in the market.
Το νέο προϊόν που λανσαρίστηκε τον περασμένο μήνα έχει λάβει μαζική επιτυχία στην αγορά.
Her performance in the movie resulted in massive success at the box office.
Ο όρος "massive success" μπορεί να εμφανιστεί σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, όπως:
Το τελευταίο του άλμπουμ ήταν μια μαζική επιτυχία.
"They are celebrating a massive success with their latest campaign."
Γιορτάζουν μια μαζική επιτυχία με την τελευταία τους καμπάνια.
"It’s rare to see such massive success in the startup world."
Είναι σπάνιο να δεις μια τέτοια μαζική επιτυχία στον κόσμο των startups.
"She spoke about her journey to massive success in the industry."
Μίλησε για το ταξίδι της προς τη μαζική επιτυχία στη βιομηχανία.
"The conference was deemed a massive success by all attendees."
Συνώνυμα: - Great success - Outstanding achievement - Significant triumph
Αντώνυμα: - Failure - Disappointment - Setback