master - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

master (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

'master': ουσιαστικό / ρήμα

Φωνητική μεταγραφή

[ˈmæstə(r)]

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και Χρήση

Η λέξη "master" έχει πολλές σημασίες στην αγγλική γλώσσα. Μπορεί να αναφέρεται σε ένα άτομο με εξαιρετική γνώση ή δεξιότητα σε ένα τομέα, είτε ως δάσκαλος ή αρχηγός. Στα ακαδημαϊκά συμφραζόμενα, υποδηλώνει το επίπεδο "μάστερ" σε μια εκπαιδευτική κατηγορία. Χρησιμοποιείται συχνά τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στο γραπτό πλαίσιο, με διαφορετική συχνότητα ανάλογα με το συμφραζόμενο.

Παραδείγματα Προτάσεων

  1. He became a master in his field after years of research.
    (Έγινε μάστερ στον τομέα του μετά από χρόνια έρευνας.)

  2. She is a master at playing the violin.
    (Είναι μάστερ στο να παίζει το βιολί.)

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Η λέξη "master" χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις:

  1. Master of my destiny.
    (Κύριος της μοίρας μου.)
    Αυτός που έχει έλεγχο πάνω στη ζωή του και στις αποφάσεις του.

  2. To master the art of something.
    (Να κατακτήσεις την τέχνη του κάτι.)
    Να γίνεις εξαιρετικός σε μια συγκεκριμένη δεξιότητα ή τέχνη.

  3. Jack of all trades, master of none.
    (Πολυπράγμον, μάστερ κανενός.)
    Αναφέρεται σε κάποιον που έχει πολλές γνώσεις αλλά δεν είναι ειδικός σε κανέναν τομέα.

  4. To master the situation.
    (Να δαμάσεις την κατάσταση.)
    Να έχεις τον έλεγχο μιας δύσκολης κατάστασης.

  5. He has a master plan.
    (Έχει ένα σχέδιο κυριαρχίας.)
    Έχει έναν καλά οργανωμένο και στρατηγικό σχέδιο δράσης.

Ετυμολογία

Η λέξη "master" προέρχεται από την παλαιά γαλλική λέξη maistre και τη λατινική magister, που σημαίνει "διοικητής" ή "δάσκαλος".

Συνώνυμα

Αντώνυμα



25-07-2024