Το "master bank" είναι συνδυασμός δύο λέξεων. Η λέξη "master" είναι επίθετο και η λέξη "bank" είναι ουσιαστικό.
/mæstər bæŋk/
Η φράση "master bank" αναφέρεται συνήθως σε μια τράπεζα που έχει την κύρια εξουσία ή έλεγχο σε μια διαδικασία, ή εναλλακτικά σε μια τράπεζα που έχει πολλές λειτουργίες σε σχέση με άλλες τράπεζες. Αυτή η έννοια εμφανίζεται κυρίως σε τραπεζικές ή χρηματοοικονομικές συζητήσεις.
Χρήση στη γλώσσα Αγγλικά: Η φράση χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτά κείμενα, ιδιαίτερα στον τομέα των οικονομικών και τραπεζικών υπηρεσιών. Όμως, είναι γνωστή και στον προφορικό λόγο, έστω σε εξειδικευμένα θέματα.
The master bank will oversee all transactions made by its subsidiaries.
Η κύρια τράπεζα θα επιβλέπει όλες τις συναλλαγές που πραγματοποιούνται από τις θυγατρικές της.
Customers are encouraged to open accounts with the master bank to enjoy a variety of benefits.
Οι πελάτες ενθαρρύνονται να ανοίξουν λογαριασμούς με την κύρια τράπεζα για να απολαύσουν διάφορα οφέλη.
The master bank issued a statement about the changes in interest rates.
Η κύρια τράπεζα εξέδωσε δήλωση σχετικά με τις αλλαγές στα επιτόκια.
Η φράση "master bank" δεν εργάζεται συνήθως ως μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε αρκετές φράσεις συσχετισμένες με τη χρηματοδότηση και τις τράπεζες.
"At the master bank, you can find solutions for all your financial needs."
Στην κύρια τράπεζα, μπορείτε να βρείτε λύσεις για όλες τις οικονομικές σας ανάγκες.
"The master bank is known for its competitive interest rates."
Η κύρια τράπεζα είναι γνωστή για τα ανταγωνιστικά της επιτόκια.
"Many small banks rely on the master bank for guidance."
Πολλές μικρές τράπεζες βασίζονται στην κύρια τράπεζα για καθοδήγηση.
"The master bank's policies shape the entire banking industry."
Οι πολιτικές της κύριας τράπεζας διαμορφώνουν ολόκληρη τη βιομηχανία τραπεζών.