masturbate - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

masturbate (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Ρήμα

Φωνητική μεταγραφή

/mæsterbeɪt/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "masturbate" αναφέρεται στη διαδικασία αυτοευχαρίστησης, κυρίως μέσω της διέγερσης των γεννητικών οργάνων. Χρησιμοποιείται συχνά στη γλώσσα των ενηλίκων, αλλά ορισμένες φορές μπορεί να εμφανιστεί και σε επιστημονικά ή ιατρικά πλαίσια. Είναι αρκετά συχνή στη χρήση της, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.

Χρησιμοποιείται περισσότερο:

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. I often choose to masturbate when I feel stressed.
  2. Σημ: Αυνανίζομαι συχνά όταν νιώθω στρες.

  3. Masturbating can be a healthy part of human sexuality.

  4. Σημ: Ο αυνανισμός μπορεί να είναι ένα υγιές κομμάτι της ανθρώπινης σεξουαλικότητας.

  5. Some people feel guilty about their habits related to masturbating.

  6. Σημ: Μερικοί άνθρωποι νιώθουν ενοχές για τις συνήθειές τους σχετικές με τον αυνανισμό.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "masturbate" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο υπάρχουν ορισμένες φράσεις που σχετίζονται με αυτή τη δραστηριότητα ή την εμπειρία.

  1. He caught himself masturbating again.
  2. Σημ: Τον έπιασε να αυνανίζεται ξανά.

  3. To masturbate in private is a personal choice.

  4. Σημ: Να αυνανίζεται κανείς ιδιωτικά είναι μια προσωπική επιλογή.

  5. Many myths surround the act of masturbating.

  6. Σημ: Πολλοί μύθοι περιβάλλουν την πράξη του αυνανισμού.

Ετυμολογία

Η λέξη "masturbate" προέρχεται από τη λατινική λέξη "masturbari", που αποτελείται από το "manus" (χέρι) και "stupare" (να ευχαριστεί). Η σύνθεση υποδηλώνει την πράξη της διέγερσης του σώματος με το χέρι.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Αυτή είναι μια ολοκληρωμένη ανάλυση της λέξης "masturbate".



25-07-2024