Ρήμα
/mæsterbeɪt/
Η λέξη "masturbate" αναφέρεται στη διαδικασία αυτοευχαρίστησης, κυρίως μέσω της διέγερσης των γεννητικών οργάνων. Χρησιμοποιείται συχνά στη γλώσσα των ενηλίκων, αλλά ορισμένες φορές μπορεί να εμφανιστεί και σε επιστημονικά ή ιατρικά πλαίσια. Είναι αρκετά συχνή στη χρήση της, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
Σημ: Αυνανίζομαι συχνά όταν νιώθω στρες.
Masturbating can be a healthy part of human sexuality.
Σημ: Ο αυνανισμός μπορεί να είναι ένα υγιές κομμάτι της ανθρώπινης σεξουαλικότητας.
Some people feel guilty about their habits related to masturbating.
Η λέξη "masturbate" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο υπάρχουν ορισμένες φράσεις που σχετίζονται με αυτή τη δραστηριότητα ή την εμπειρία.
Σημ: Τον έπιασε να αυνανίζεται ξανά.
To masturbate in private is a personal choice.
Σημ: Να αυνανίζεται κανείς ιδιωτικά είναι μια προσωπική επιλογή.
Many myths surround the act of masturbating.
Η λέξη "masturbate" προέρχεται από τη λατινική λέξη "masturbari", που αποτελείται από το "manus" (χέρι) και "stupare" (να ευχαριστεί). Η σύνθεση υποδηλώνει την πράξη της διέγερσης του σώματος με το χέρι.
Αυτή είναι μια ολοκληρωμένη ανάλυση της λέξης "masturbate".