Η φράση "material losses" αποτελείται από δύο λέξεις:
- "material" (επίθετο)
- "losses" (ουσιαστικό, πληθυντικός)
/məˈtɪəriəl ˈlɔːsɪz/
Η φράση "material losses" αναφέρεται σε απώλειες που σχετίζονται με υλικά αγαθά ή πόρους, συχνά σε οικονομικό ή λογιστικό πλαίσιο. Αυτές οι απώλειες μπορεί να προκύψουν από διάφορους παράγοντες, όπως καταστροφές, κλοπές, ή φθορά.
Η συχνότητα χρήσης της είναι κατά κύριο λόγο στο γραπτό πλαίσιο, όπως σε οικονομικές αναφορές, εκθέσεις ή επιστημονικά άρθρα, ωστόσο μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε προφορικές αναφορές σε επαγγελματικά περιβάλλοντα.
The company reported significant material losses due to the natural disaster.
Η εταιρεία ανέφερε σημαντικές υλικές απώλειες λόγω της φυσικής καταστροφής.
Investors are concerned about the material losses predicted for the upcoming quarter.
Οι επενδυτές ανησυχούν για τις υλικές ζημιές που προβλέπεται να συμβούν για το επόμενο τρίμηνο.
Η φράση "material losses" δεν είναι μια κοινή ιδιωματική έκφραση, ωστόσο μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις για να δημιουργήσει συγκεκριμένες εκφράσεις που αναφέρονται σε απώλειες ή ζημίες. Ακολουθούν αρκετές τέτοιες εκφράσεις:
The audit revealed several categories of material losses.
Η επιθεώρηση αποκάλυψε πολλές κατηγορίες υλικών ζημιών.
He is worried about the impact of material losses on his bottom line.
Ανησυχεί για την επίδραση των υλικών απωλειών στα οικονομικά του αποτελέσματα.
To prevent material losses, the company has implemented stricter inventory controls.
Για να αποτρέψει τις υλικές απώλειες, η εταιρεία έχει εφαρμόσει αυστηρότερους ελέγχους αποθεμάτων.
Material losses can significantly affect the overall profitability of a business.
Οι υλικές απώλειες μπορούν να επηρεάσουν σημαντικά την συνολική κερδοφορία μιας επιχείρησης.
The study analyzed the causes of material losses in manufacturing processes.
Η μελέτη ανέλυσε τις αιτίες των υλικών απωλειών στη διαδικασία παραγωγής.
Η λέξη "material" προέρχεται από τη λατινική λέξη "materialis", που σημαίνει "ως προς το υλικό", ενώ η λέξη "losses" προέρχεται από την παλαιοαγγλική λέξη "los", που σημαίνει "απώλεια" ή "αποτυχία".
Συνώνυμα:
- physical losses (φυσικές απώλειες)
- tangible losses (αντικειμενικές απώλειες)
Αντώνυμα:
- material gains (υλικά κέρδη)
- profit (κέρδος)