Η φράση "material waste" είναι ουσιαστικό.
/məˈtɪəriəl weɪst/
Η φράση "material waste" αναφέρεται σε οποιοδήποτε είδος υλικού που δεν χρησιμοποιείται κατά τη διαδικασία παραγωγής ή κατασκευής και θεωρείται απόβλητο. Χρησιμοποιείται συνήθως σε συνθήκες που σχετίζονται με τη βιομηχανία, την κατασκευή, και την περιβαλλοντική διαχείριση. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή σε γραπτό κείμενο όπου αναλύονται θέματα βιωσιμότητας, ανακύκλωσης και διαχείρισης πόρων, ενώ μπορεί να χρησιμοποιείται και σε προφορικές συζητήσεις σε ειδικά συμφραζόμενα.
The company has implemented new strategies to reduce material waste.
(Η εταιρεία έχει εφαρμόσει νέες στρατηγικές για να μειώσει τα υλικά απόβλητα.)
Proper recycling can help manage material waste effectively.
(Η σωστή ανακύκλωση μπορεί να βοηθήσει στη διαχείριση των υλικών αποβλήτων αποτελεσματικά.)
Construction sites often generate a significant amount of material waste.
(Οι εργοτάξια συνήθως παράγουν μια σημαντική ποσότητα υλικών αποβλήτων.)
Η φράση "material waste" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να ενσωματωθεί σε σχετικές φράσεις που αναφέρονται στην αποδοτικότητα και τη βιωσιμότητα.
To cut down on material waste is essential in modern manufacturing.
(Η μείωση των υλικών αποβλήτων είναι ουσιώδης στη σύγχρονη παραγωγή.)
The goal is to find innovative ways to minimize material waste.
(Ο στόχος είναι να βρούμε καινοτόμους τρόπους για να ελαχιστοποιήσουμε τα υλικά απόβλητα.)
A circular economy aims to reduce material waste as much as possible.
(Μια κυκλική οικονομία στοχεύει να μειώσει τα υλικά απόβλητα όσο το δυνατόν περισσότερο.)
The workshop focused on strategies to lessen material waste during production.
(Το εργαστήριο επικεντρώθηκε σε στρατηγικές για να μειωθούν τα υλικά απόβλητα κατά την παραγωγή.)
Η λέξη "material" προέρχεται από το Λατινικό "materialis" που σημαίνει "σχετικός με τα υλικά", ενώ "waste" προέρχεται από το Αγγλοσαξωνικό "wæst", το οποίο σημαίνει "να χαλάει" ή "να καταστρέφεται".
Scrap material (αντίκες υλικά)
Αντώνυμα: