materially - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

materially (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "materially" είναι επιρρηματικό μέρος του λόγου (adverb).

Φωνητική μεταγραφή

/məˈtɪəriəli/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "materially" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που σχετίζεται με την ύλη ή την πραγματικότητα, συνήθως σε μια φράση που υποδηλώνει ότι κάτι είναι σημαντικό ή έχει σημαντική ή ουσιαστική επίδραση. Χρησιμοποιείται συχνά στον γραπτό λόγο, αλλά μπορεί να βρεθεί και στον προφορικό λόγο. Οι συχνές εφαρμογές της περιλαμβάνουν περιγραφές που αφορούν τη χρηματοοικονομική ή φυσική κατάσταση ενός ατόμου ή μιας οργάνωσης.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. The investment will materially impact the company's growth.
    Η επένδυση θα επηρεάσει ουσιαστικά την ανάπτυξη της εταιρείας.

  2. The changes are materially different from the original plan.
    Οι αλλαγές είναι ουσιαστικά διαφορετικές από το αρχικό σχέδιο.

  3. His contribution materially improved the project's success.
    Η συμβολή του βελτίωσε ουσιαστικά την επιτυχία του έργου.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "materially" δεν έχει πολλές κοινές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά χρησιμοποιείται σε διάφορες εκφράσεις που περιγράφουν σημαντικές αλλαγές ή επιδράσεις.

  1. Materially affect:
    The new law will materially affect the local economy.
    Ο νέος νόμος θα επηρεάσει ουσιαστικά την τοπική οικονομία.

  2. Materially different:
    The results were materially different from what we expected.
    Τα αποτελέσματα ήταν ουσιαστικά διαφορετικά από αυτά που περιμέναμε.

  3. Materially involved:
    She was materially involved in the decision-making process.
    Ήταν ουσιαστικά εμπλεκόμενη στη διαδικασία λήψης αποφάσεων.

  4. Materially significant:
    The findings were materially significant to the study.
    Τα ευρήματα ήταν ουσιαστικά σημαντικά για τη μελέτη.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "materially" προέρχεται από την λέξη "material," που σημαίνει "ύλη" ή "υλικός," με την προσθήκη του επιρρηματικού κλιτικού "-ly", που υποδηλώνει τον τρόπο ή την κατάσταση με την οποία συμβαίνει κάτι.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα:
- substantially
- significantly
- practically

Αντώνυμα:
- insignificantly
- immaterially
- trivially



25-07-2024