Ο όρος "mathematical knowledge" λειτουργεί ως ουσιαστικό φράση.
/mæθəˈmætɪkəl ˈnɒlɪdʒ/
Το "mathematical knowledge" αναφέρεται στη γνώση και την κατανόηση μαθηματικών εννοιών, θεωριών και μεθόδων. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την ικανότητα ενός ατόμου να εφαρμόσει μαθηματικά σε διάφορες καταστάσεις. Η φράση χρησιμοποιείται σε ακαδημαϊκά και επαγγελματικά πλαίσια, καθώς και στην καθημερινή ζωή.
Συχνότητα χρήσης: Ο όρος χρησιμοποιείται συχνά σε γραπτό λόγο, ιδιαίτερα σε εκπαιδευτικά και ακαδημαϊκά κείμενα, αλλά και συχνά σε προφορικές συζητήσεις που αφορούν μαθηματικά ή τη διδασκαλία τους.
"Η ανάπτυξη της μαθηματικής γνώσης είναι κρίσιμη για τους φοιτητές μηχανικής."
"Teachers play a vital role in enhancing students' mathematical knowledge."
"Οι δάσκαλοι παίζουν ζωτικό ρόλο στην ενίσχυση της μαθηματικής γνώσης των μαθητών."
"The curriculum focuses on building a strong foundation in mathematical knowledge."
Ο όρος "mathematical knowledge" δεν εμφανίζεται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν πολλοί σχετικοί όροι που χρησιμοποιούνται ευρέως:
"Η μαθηματική γνώση των παιδιών συνήθως αξιολογείται σε μικρή ηλικία."
"We need to bridge the gap in mathematical knowledge among students."
"Πρέπει να γεφυρώσουμε το χάσμα στη μαθηματική γνώση μεταξύ των μαθητών."
"Her extensive mathematical knowledge makes her an excellent tutor."
"Η εκτενή μαθηματική γνώση της την καθιστά εξαιρετική δασκάλα."
"Mathematical knowledge is essential for success in fields like physics."
Η φράση "mathematical knowledge" προέρχεται από τη λέξη "mathematics", που έχει ελληνικές ρίζες ("μάθημα" - μαθηματικά) και τη λέξη "knowledge", προερχόμενη από τη μεσαία αγγλική "knowlache" που σημαίνει την κατανόηση και την επίγνωση.
Συνώνυμα: - mathematical understanding (μαθηματική κατανόηση) - quantitative knowledge (ποσοτική γνώση)
Αντώνυμα: - mathematical ignorance (μαθηματική άγνοια) - lack of mathematical skills (έλλειψη μαθηματικών δεξιοτήτων)