Maglockite είναι ουσιαστικό.
/ˈmæt.lɒk.aɪt/
Matlockite είναι ένας σπάνιος επιμορφωτικός ορυκτός κρύσταλλος, συχνά λιθικών μορφών, που αποτελείται από βρώμιο, κάλιο και φωσφορικές ενώσεις. Χρησιμοποιείται κυρίως στο πεδίο της γεωλογίας και των ορυκτολογικών σπουδών. Στην αγγλική γλώσσα, η λέξη συνήθως συναντάται σε επιστημονικά κείμενα και δημοσιεύσεις, γεγονός που υποδηλώνει ότι χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό πλαίσιο.
The mineral called matlockite was discovered in a remote area of the mountain.
Το ορυκτό που ονομάζεται μάτλοκίτης ανακαλύφθηκε σε μια απομονωμένη περιοχή του βουνού.
Geologists are studying matlockite to understand its properties better.
Οι γεωλόγοι μελετούν τον μάτλοκίτη για να κατανοήσουν καλύτερα τις ιδιότητές του.
Matlockite crystals can occasionally be found in sedimentary rock formations.
Κρύσταλλοι μάτλοκίτη μπορεί περιστασιακά να βρεθούν σε σχηματισμούς ιζηματογενών πετρωμάτων.
Η λέξη "matlockite" δεν είναι ευρέως χρήσιμη σε ιδιωματικές εκφράσεις, δεδομένου ότι είναι κυρίως ένας επιστημονικός όρος. Ωστόσο, σε περιβάλλοντα που σχετίζονται με τη γεωλογία, μπορεί να εμφανιστεί σε προτάσεις όπως:
Finding matlockite in the field was a stroke of genius for the research team.
Η εύρεση μάτλοκίτη στο πεδίο ήταν μια έμπνευση για την ερευνητική ομάδα.
The discovery of matlockite added a new dimension to our understanding of mineral formations.
Η ανακάλυψη του μάτλοκίτη πρόσθεσε μια νέα διάσταση στην κατανόησή μας για τις σχηματισμούς ορυκτών.
Researchers are eager to identify the conditions that lead to matlockite formation.
Οι ερευνητές είναι πρόθυμοι να προσδιορίσουν τις συνθήκες που οδηγούν στο σχηματισμό του μάτλοκίτη.
Η λέξη "matlockite" προέρχεται από την περιοχή Matlock του Derbyshire στην Αγγλία, όπου βρέθηκε αρχικά το ορυκτό, ακολουθούμενη από το ελληνικό πρόθεμα "ite", το οποίο δηλώνει ορυκτά ή πετρώματα.
Αυτή είναι μια ανασκόπηση του όρου "matlockite" με όλες τις απαραίτητες λεπτομέρειες.