Το "maturity interval" είναι συνδυασμός δύο λέξεων:
- Maturity: ουσιαστικό
- Interval: ουσιαστικό
/məˈtʃʊrɪti ˈɪntəvəl/
Έτσι, η μετάφραση του "maturity interval" θα μπορούσε να είναι "διάστημα ωριμότητας" ή "χρονικό διάστημα ωριμότητας".
Η φράση "maturity interval" χρησιμοποιείται κυρίως σε χρηματοοικονομικό και νομισματικό πλαίσιο για να αναφερθεί στο χρονικό διάστημα μεταξύ της αγοράς ενός χρηματοοικονομικού μέσου και της ημερομηνίας λήξης ή ωρίμανσής του.
The maturity interval for this bond is ten years.
Το διάστημα ωριμότητας αυτού του ομολόγου είναι δέκα χρόνια.
Investors must consider the maturity interval before making a decision.
Οι επενδυτές πρέπει να εξετάσουν το διάστημα ωριμότητας πριν πάρουν μια απόφαση.
A short maturity interval often means lower yields.
Ένα σύντομο διάστημα ωριμότητας συχνά σημαίνει χαμηλότερες αποδόσεις.
Η φράση "maturity interval" δεν χρησιμοποιείται συχνά σαν μέρος ιδιωματικών εκφράσεων καθώς είναι πιο τεχνική. Ωστόσο, υπάρχουν αρκετές φράσεις που σχετίζονται με την ωριμότητα ή τα χρονικά διαστήματα.
"The maturity of the project is crucial to its success."
Η ωριμότητα του έργου είναι κρίσιμη για την επιτυχία του.
"Timing is everything when it comes to maturity intervals."
Ο χρόνος είναι τα πάντα όταν πρόκειται για διάστημα ωριμότητας.
"With a longer maturity interval, you can expect greater risk."
Με ένα μεγαλύτερο διάστημα ωριμότητας, μπορείτε να αναμένετε μεγαλύτερο κίνδυνο.
Interval: διάστημα, περίοδος
Αντώνυμα:
Το "maturity interval" είναι μια τεχνική φράση που χρησιμοποιείται κυρίως σε χρηματοοικονομικά κείμενα για τη περιγραφή χρονικών διαστημάτων και σχετίζεται στενά με την έννοια της ωριμότητας σε διάφορα πλαίσια.