Το "maunche" είναι ουσιαστικό.
/ˈmɔːnʧ/
Η λέξη "maunche" φαίνεται να είναι ένα όχι πολύ γνωστό ή κακώς γραμμένο/προφερόμενο ουσιαστικό. Εάν πρόκειται για "munch", μπορεί να μεταφραστεί ως "τσιμπολογώ" ή "σκουπίζω".
Η σωστή λέξη πιθανόν είναι "munch", η οποία σημαίνει να τρώτε κάτι με θόρυβο ή με μεγάλη όρεξη. Χρησιμοποιείται συχνά σε καθημερινές συνομιλίες για να περιγράψει την πράξη που αφορά το φαγητό σε περισσότερο θετικό ή ανήσυχο τόνο.
Η λέξη "munch" χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και είναι πιο συχνή στον προφορικό.
I like to munch on popcorn while watching a movie.
Μου αρέσει να τσιμπολογώ ποπ κορν ενώ βλέπω ταινία.
He always munches loudly during lunch.
Αυτός πάντα τσιμπολογά δυνατά κατά τη διάρκεια του μεσημεριανού.
Go ahead and munch away at the snacks!
Πήγαινε και τσιμπολόγα τα σνακ!
Munchkin (αδιάκριτο ή μικρό παιδί) - Η λέξη "munchkin" έχει σημασία στο μικρό αλλά γλυκό.
The little munchkin loves to play outside.
Ο μικρός τσιμπολογητής αγαπάει να παίζει έξω.
Munch on something - Τρώω κάτι.
I often munch on something sweet in the afternoon.
Συχνά τσιμπολογάω κάτι γλυκό το απόγευμα.
Munch your way through - Να φας όσο το δυνατόν περισσότερα πράγματα.
Η λέξη "munch" προέρχεται πιθανώς από την παλιά αγγλική λέξη "muncian", που σημαίνει "να τρώω", με αναφορές που χρονολογούνται πίσω στο 16ο αιώνα.
Συνώνυμα: - Nibble - Snack - Chew
Αντώνυμα: - Fast (να νηστεύεις ή να αποφεύγεις το φαγητό) - Abstain (να απέχεις από το φαγητό)
Αν χρειάζεστε περισσότερες πληροφορίες ή άλλη λέξη, είμαι εδώ!