Φράση (Noun Phrase)
[ˈmæksɪməm ˈaʊərli dɪˈmænd]
Η φράση "maximum hourly demand" αναφέρεται στη μεγαλύτερη ποσότητα ζήτησης που παρατηρείται σε μια ώρα για ένα συγκεκριμένο αγαθό ή υπηρεσία, συχνά χρησιμοποιούμενη στον τομέα της ενέργειας και των υπηρεσιών κοινής ωφέλειας. Συνήθως χρησιμοποιείται για να αξιολογήσει πόρους και να προβλέψει τις απαιτήσεις σε ισχύ, κυρίως σε ενεργειακά δίκτυα. Η χρήση της είναι συχνότερη σε τεχνικά και οικονομικά κείμενα παρά σε προφορική ομιλία.
Η μέγιστη ωριαία ζήτηση για ηλεκτρισμό παρατηρήθηκε κατά τους καλοκαιρινούς μήνες.
Utilities must prepare for the maximum hourly demand to avoid blackouts.
Οι δημόσιες υπηρεσίες πρέπει να προετοιμάζονται για τη μέγιστη ωριαία ζήτηση για να αποφευχθούν οι διακοπές ρεύματος.
Analyzing maximum hourly demand helps in efficient resource allocation.
Η φράση "maximum hourly demand" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, όμως μπορεί να συνδυαστεί με άλλες εκφράσεις που αφορούν την ενέργεια ή τη διαχείριση πόρων:
"Η προετοιμασία για τη μέγιστη ωριαία ζήτηση είναι κρίσιμη για τους παρόχους ενέργειας."
"During peak hours, the maximum hourly demand usually spikes considerably."
"Κατά τις ώρες αιχμής, η μέγιστη ωριαία ζήτηση συνήθως εκτινάσσεται σημαντικά."
"The plan includes adjustments based on historical maximum hourly demand."
Η λέξη "maximum" προέρχεται από το Λατινικό "maximus", που σημαίνει τον μεγαλύτερο ή μέγιστο βαθμό. Η λέξη "hourly" προέρχεται από το "hour", που έχει αγγλική προέλευση από την γαλλική "heure". Η λέξη "demand" προέρχεται από το γαλλικό "demande", το οποίο έχει ρίζα στο λατινικό "demandare", που σημαίνει να ζητάς ή να απαιτείς.
Συνώνυμα - Peak demand (κορυφαία ζήτηση) - Highest demand (υψηλότερη ζήτηση)
Αντώνυμα - Minimum hourly demand (ελάχιστη ωριαία ζήτηση) - Low demand (χαμηλή ζήτηση)