Ο όρος "maximum likelihood formula" είναι ένα ουσιαστικό (noun).
/ˈmæksɪməm ˈlaɪklihʊd ˈfɔːrmjʊlə/
Ο όρος "maximum likelihood formula" αναφέρεται σε μια στατιστική μέθοδο που χρησιμοποιείται για την εκτίμηση παραμέτρων ενός στατιστικού μοντέλου. Η μέθοδος αυτή βρίσκει τις παραμέτρους που κάνουν τα παρατηρούμενα δεδομένα πιο πιθανό να συμβούν με βάση το συγκεκριμένο μοντέλο. Είναι ευρέως χρησιμοποιούμενη στη στατιστική, τη μηχανική μάθηση και άλλους τομείς που απαιτούν ανάλυση δεδομένων.
Είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενη σε γραπτά κείμενα, όπως ερευνητικές εργασίες και βιβλία, αλλά και σε προφορικές παρουσιάσεις, ειδικά σε ακαδημαϊκό ή επαγγελματικό περιβάλλον.
Ο τύπος μέγιστης πιθανότητας είναι απαραίτητος για τη στατιστική συμπερασματολογία.
Researchers often apply the maximum likelihood formula to fit their models accurately.
Ο όρος "maximum likelihood" εμφανίζεται συχνά σε ακαδημαϊκά και στατιστικά συμφραζόμενα, ωστόσο, δεν έχει πολλούς καθιερωμένους ιδιωματικούς τρόπους χρήσης. Παρ' όλα αυτά, η έννοια μπορεί να ενσωματωθεί σε διάφορες προτάσεις:
Η εφαρμογή της προσέγγισης μέγιστης πιθανότητας έδωσε καλύτερες προβλέψεις.
The results showed that using the maximum likelihood estimator was more efficient than other methods.
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η χρήση της εκτίμησης μέγιστης πιθανότητας ήταν πιο αποτελεσματική από άλλες μεθόδους.
In machine learning, the maximum likelihood principle is used to optimize the parameters of models.
Ο όρος αυτή προέρχεται από τη θεωρία των πιθανοτήτων και αναπτύχθηκε τον 20ο αιώνα, με άξονα τις εργασίες των στατιστικών επιστημόνων όπως ο Ronald A. Fisher.
Συνώνυμα: - Maximum likelihood estimation - Likelihood function
Αντώνυμα: - Minimum likelihood (αν και είναι σπάνια η χρήση αυτής της αντίθεσης στον επιστημονικό λόγο)
Αυτή η ανάλυση παρέχει μια συνοπτική εικόνα της έννοιας του "maximum likelihood formula" και την εφαρμογή του στη γλώσσα και τη στατιστική.