Το "maximum permissible level" αποτελεί φράση και συγκεκριμένα συνδυασμό ουσιαστικών.
/ˈmæksɪməm pərˈmɪsəbl ˈlɛvəl/
Η φράση "maximum permissible level" αναφέρεται στο ανώτατο επίπεδο που επιτρέπεται ή είναι αποδεκτό σε διάφορα πλαίσια, όπως στη χημεία, την οικολογία, τη δημόσια υγεία ή την ασφάλεια. Η χρήση της φράσης είναι κοινή σε τεχνικές και επιστημονικές συζητήσεις. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή σε γραπτό λόγο, ιδιαίτερα σε επίσημα έγγραφα, μελέτες και κανονισμούς.
The maximum permissible level of lead in drinking water must be strictly maintained.
(Το μέγιστο επιτρεπτό επίπεδο μολύβδου στο πόσιμο νερό πρέπει να τηρείται αυστηρά.)
To ensure safety, the maximum permissible level of noise in the workplace is regulated.
(Για να διασφαλιστεί η ασφάλεια, το μέγιστο επιτρεπτό επίπεδο θορύβου στον χώρο εργασίας ρυθμίζεται.)
Η φράση "maximum permissible level" δεν χρησιμοποιείται άμεσα σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συναντηθεί στο πλαίσιο τεχνικών ή επιστημονικών συνομιλιών. Ωστόσο, μερικές σχετικές εκφράσεις περιλαμβάνουν:
Surpassing the maximum permissible level can lead to health issues.
(Η υπέρβαση του μέγιστου επιτρεπτού επιπέδου μπορεί να οδηγήσει σε προβλήματα υγείας.)
We need to test the air quality to ensure it is below the maximum permissible level.
(Πρέπει να ελέγξουμε την ποιότητα του αέρα για να διασφαλίσουμε ότι είναι κάτω από το μέγιστο επιτρεπτό επίπεδο.)
Environmental regulations often define the maximum permissible level of pollutants.
(Οι περιβαλλοντικοί κανονισμοί συχνά καθορίζουν το μέγιστο επιτρεπτό επίπεδο ρύπων.)
Η φράση "maximum permissible level" προέρχεται από τα λατινικά "maximus" που σημαίνει "μέγιστος", το ρήμα "permittere" που σημαίνει "επιτρέπω", και το ουσιαστικό "level" που προέρχεται από το γαλλικό "niveau" (επίπεδο).
upper limit (ανώτατο όριο)
Αντώνυμα: