meadowsweet: Ουσιαστικό
/ˈmɛdoʊˌswiːt/
Το "meadowsweet" αναφέρεται σε ένα είδος βοτάνου που ανήκει στην οικογένεια των ροδοειδών (Rosaceae) και είναι γνωστό για τις θεραπευτικές του ιδιότητες. Χρησιμοποιείται επίσης στη βιομηχανία τροφίμων και ποτών για την προσθήκη γεύσης. Στην αγγλική γλώσσα, η συχνότητα χρήσης του είναι σχετικά χαμηλή και χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό πλαίσιο, όπως σε βοτανολογία ή φαρμακευτικές αναφορές.
Ο βοτανολόγος πρότεινε τη μέντα γλυκιά για τις αντιφλεγμονώδεις ιδιότητές της.
In traditional medicine, meadowsweet has been used to treat headaches.
Στην παραδοσιακή ιατρική, η μέντα γλυκιά έχει χρησιμοποιηθεί για τη θεραπεία πονοκεφάλων.
After the rain, the meadowsweet bloomed beautifully.
Το "meadowsweet" δεν είναι ιδιαίτερα συνηθισμένο σε ιδιωματικές εκφράσεις στην αγγλική γλώσσα, ωστόσο μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε περιπτώσεις που σχετίζονται με τη φύση ή τη θεραπεία. Εδώ υπάρχουν μερικές φράσεις που περιλαμβάνουν το "meadowsweet":
«Σαν τη μέντα γλυκιά στο λιβάδι, έφερε γλύκα στη ζωή μας.»
"The fragrance of meadowsweet lingers in the air during the summer."
«Η μυρωδιά της μέντα γλυκιάς παραμένει στον αέρα κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού.»
"They brewed a tea with meadowsweet to soothe their aches."
Η λέξη "meadowsweet" προέρχεται από τις παλιές αγγλικές λέξεις "meadow" (λιβάδι) και "sweet" (γλυκό), υποδηλώνοντας την γλυκιά οσμή που παράγεται από το φυτό στα λιβάδια.
Συνώνυμα: - Filipendula ulmaria (επιστημονικό όνομα) - Queen of the Meadow (κοινή ονομασία)
Αντώνυμα: - Δεν υπάρχουν ακριβή αντώνυμα για τη λέξη "meadowsweet", καθώς αναφέρεται σε ένα συγκεκριμένο φυτό.
Αυτή είναι η ολοκληρωμένη πληροφορία σχετικά με τη λέξη "meadowsweet".