meaning - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

meaning (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Ανάλυση της λέξης "meaning"

Δυνατές μεταφράσεις στα ελληνικά

Μέρη του λόγου

Η λέξη "meaning" στα αγγλικά είναι ουσιαστικό. Στο πλαίσιο αυτό, μπορούμε να αναλύσουμε τη χρήση της:

  1. Ουσιαστικό:
  2. Εννοιολογικό: Σημαίνει τη σημασία ή την ερμηνεία ενός πράγματος, συχνά χρησιμοποιούμενη σε φιλοσοφικές ή γλωσσικές συζητήσεις.
  3. Σημασιολογικό: Αναφέρεται σε διαφορετικές έννοιες που μπορεί να έχει μια λέξη ή φράση.

Χρήση της λέξης στα αγγλικά

Η λέξη "meaning" χρησιμοποιείται για να δηλώσει την έννοια ή το περιεχόμενο μιας λέξης, έννοιας ή κατάστασης. Συχνά χρησιμοποιείται σε προτάσεις που αφορούν την ερμηνεία ή τη βαθύτερη κατανόηση κάποιου ζητήματος.

Συχνότητα χρήσης

Η λέξη "meaning" είναι αρκετά συχνή στην αγγλική γλώσσα και εμφανίζεται σε διάφορα συμφραζόμενα, από καθημερινές συνομιλίες έως ακαδημαϊκές συζητήσεις.

Χρήση σε προφορικό ή γραπτό λόγο

Η λέξη "meaning" χρησιμοποιείται τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο. Στον προφορικό λόγο, μπορεί να εμφανιστεί σε καθημερινές συζητήσεις, ενώ στον γραπτό λόγο, χρησιμοποιείται συχνά σε δοκίμια, βιβλία και άρθρα.

Παραδείγματα χρήσης στα αγγλικά

  1. "The meaning of life is a question that many people ponder."
    (Το νόημα της ζωής είναι μια ερώτηση που πολλοί άνθρωποι σκεφτούν.)

  2. "What is the meaning of this word?"
    (Ποιο είναι το νόημα αυτής της λέξης;)

  3. "She struggled to find the true meaning behind his words."
    (Πάλεψε να βρει το αληθινό νόημα πίσω από τα λόγια του.)

Ετυμολογία

Η λέξη "meaning" προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη "mēnan", η οποία σημαίνει "να δείχνει" ή "να υποδηλώνει". Η ρίζα της λέξης σχετίζεται με την έννοια του να εκφράζεται κάτι ή να παρέχεται ένα περιεχόμενο. Η χρήση της έχει εξελιχθεί μέσα στους αιώνες, αλλά η κεντρική έννοια της σημασίας παρέμεινε σταθερή.