Measured depth είναι φράση που λειτουργεί ως ουσιαστικό.
/ˈmɛʒərd dɛpθ/
Η φράση "measured depth" αναφέρεται σε μια συγκεκριμένη μέτρηση του βάθους ενός αντικειμένου ή χώρου, συνήθως σε ένα περιβάλλον ή σε μια δραστηριότητα, όπως η γεωλογία, η ναυτιλία ή η κατασκευή. Η φράση χρησιμοποιείται συχνά σε τεχνικά ή επιστημονικά κείμενα και χρησιμοποιείται συνήθως στο γραπτό πλαίσιο.
Το μετρημένο βάθος της λίμνης καταγράφηκε στα 50 μέτρα.
Engineers must ensure that the measured depth meets safety standards.
Οι μηχανικοί πρέπει να διασφαλίσουν ότι το μετρημένο βάθος πληροί τα πρότυπα ασφαλείας.
During the survey, we found the measured depth to be shallower than expected.
Η φράση measured depth δεν εμφανίζεται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις στα Αγγλικά, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις σε τεχνικά και επιστημονικά συμφραζόμενα.
Η εξερευνητική ομάδα ήταν αποφασισμένη να βρει το μετρημένο βάθος του θαλάσσιου χαντακιού.
Investing in reliable equipment is crucial for obtaining accurate measured depth.
Η επένδυση σε αξιόπιστο εξοπλισμό είναι κρίσιμη για την απόκτηση ακριβούς μετρημένου βάθους.
The data provided the measured depth of the installation site for further analysis.
Η φράση "measured depth" προέρχεται από το ρήμα "measure" που σημαίνει μετρώ ή προσδιορίζω ποσότητες, και από το ουσιαστικό "depth," που αναφέρεται στην κατάσταση του να είναι κάποιος ή κάτι σε μεγαλύτερη απόσταση από την επιφάνεια.
Συνώνυμα: - Gauged depth - Quantified depth
Αντώνυμα: - Undefined depth - Estimated depth (σε ορισμένα συμφραζόμενα)