Measured response: στην προκειμένη περίπτωση, πρόκειται για ένα όρο που λειτουργεί ως ουσιαστικό φράση.
Measured response: /ˈmɛʒərd rɪˈspɑns/
Ο όρος measured response αναφέρεται σε μια απάντηση που έχει σχεδιαστεί ή έχει δοθεί με προσοχή, συνήθως σε απάντηση σε ερωτήσεις ή σε καταστάσεις, και συνήθως συνεπάγεται σκέψη ή αναστολή. Χρησιμοποιείται συχνά σε κοινωνικές, επαγγελματικές ή πολιτικές συζητήσεις όπου η προσεκτική προσέγγιση είναι σημαντική. Η συχνότητα χρήσης αυτού του όρου είναι αυξημένη σε γραπτά κείμενα, αλλά μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί στον προφορικό λόγο.
The politician offered a measured response to the controversial question.
Ο πολιτικός έδωσε μια μετρημένη αντίδραση στην αμφιλεγόμενη ερώτηση.
In discussions, it is often better to provide a measured response rather than an emotional one.
Σε συζητήσεις, είναι συχνά καλύτερο να δίνετε μια μετρημένη αντίδραση παρά μια συναισθηματική.
Ο όρος measured response χρησιμοποιείται συχνά σε ειδικές περιπτώσεις και ιδιωματικές εκφράσεις που υποδηλώνουν την ανάγκη για προσεκτική σκέψη.
When faced with criticism, a measured response can defuse tensions.
Όταν αντιμετωπίζετε κριτική, μια μετρημένη αντίδραση μπορεί να αποφορτίσει τις εντάσεις.
During negotiations, providing a measured response is crucial for reaching an agreement.
Κατά τις διαπραγματεύσεις, η παροχή μιας μετρημένης αντίδρασης είναι κρίσιμη για την επίτευξη συμφωνίας.
In crisis management, a measured response helps maintain credibility.
Στη διαχείριση κρίσεων, μια μετρημένη αντίδραση βοηθά στη διατήρηση της αξιοπιστίας.
To avoid misunderstandings, it's advisable to give a measured response in sensitive situations.
Για να αποφευχθούν παρεξηγήσεις, είναι σκόπιμο να δίνεται μια μετρημένη αντίδραση σε ευαίσθητες καταστάσεις.
A measured response is always more effective than a knee-jerk reaction.
Μια μετρημένη αντίδραση είναι πάντα πιο αποτελεσματική από μια αυτόματη απάντηση.
Ο όρος measured προέρχεται από το ρήμα measure, που σημαίνει να υπολογίσεις ή να εκτιμήσεις (από την παλαιά γαλλική λέξη mesurer). Η λέξη response προέρχεται από τη λατινική respondere, που σημαίνει να απαντήσεις ή να ανταποκριθείς.
Συνώνυμα: - Calculated response - Thoughtful reply
Αντώνυμα: - Impulsive reaction - Emotional response