Το "measuring technique" είναι ένα ουσιαστικό σύνθετο, καθώς αποτελείται από δύο ουσιαστικά: "measuring" (μέτρηση) και "technique" (τεχνική).
Φωνητική μεταγραφή: /ˈmɛʒərɪŋ tɛkˈnik/
Η φράση "measuring technique" αναφέρεται σε μεθόδους ή διαδικασίες που χρησιμοποιούνται για να καταγραφούν ή να εκτιμηθούν ποσοτικά ή ποιοτικά διάφορες παράμετροι, όπως π.χ. το μέγεθος, η ποσότητα ή η ποιότητα ενός αντικειμένου ή φαινομένου. Αυτή η φράση χρησιμοποιείται ευρύτατα σε επιστημονικά, τεχνικά και ερευνητικά συμφραζόμενα.
Η χρήση της μπορεί να είναι είτε προφορική είτε γραπτή, με την τάση να χρησιμοποιείται περισσότερο σε τεχνικές ή ακαδημαϊκές κείμενα.
Η τεχνική μέτρησης που χρησιμοποιήθηκε σε αυτό το πείραμα είναι πολύ ακριβής.
Advancements in measuring techniques have improved our understanding of climate change.
Οι εξελίξεις στις τεχνικές μέτρησης έχουν βελτιώσει την κατανόησή μας σχετικά με την κλιματική αλλαγή.
It is important to choose the appropriate measuring technique for the project.
Η φράση "measuring technique" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις και εκφράσεις που σχετίζονται με το μέτρο και την ποσοτική ανάλυση.
"Πρέπει να βελτιώσουμε την τεχνική μέτρησης μας για να εξασφαλίσουμε ακριβή αποτελέσματα."
"An innovative measuring technique can make a huge difference in this field."
"Μια καινοτόμος τεχνική μέτρησης μπορεί να κάνει μεγάλη διαφορά σε αυτόν τον τομέα."
"The measuring technique is crucial for the reliability of the data collected."
Η λέξη "measuring" προέρχεται από το γερμανικό ρήμα "maessen," που σημαίνει "να μετράω," και έχει ρίζες στη Λατινική γλώσσα. Η λέξη "technique" προέρχεται από την ελληνική λέξη "τεχνική" (techníki), που σχετίζεται με την τέχνη και την δεξιότητα.
Συνώνυμα: - Measurement method - Quantitative analysis technique
Αντώνυμα: - Non-measuring technique - Qualitative assessment method