"Measuring-in" μπορεί να θεωρηθεί ως σύνθετο ρήμα ή φραστικό ρήμα, που αναφέρεται στη διαδικασία κατά την οποία κάτι ή κάποιος αξιολογείται για να διαπιστωθεί η ακριβής του μέτρηση ή θέση.
/ˈmɛʒərɪŋ ɪn/
Η φράση "measuring-in" χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη διαδικασία κατά την οποία γίνεται μια ακριβής μέτρηση ή αποτύπωση ενός αντικειμένου, συχνά στο πλαίσιο της στατιστικής ή της επιστημονικής έρευνας. Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια, και μπορεί να εμφανίζεται τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο, με κάποια προτίμηση στις επιστημονικές ή τεχνικές περιγραφές.
Ο μηχανικός πραγματοποίησε μια επιμέτρηση του νέου εξοπλισμού για να διασφαλίσει ακριβείς προδιαγραφές.
Before starting the project, we need to perform a measuring-in of the site.
Η φράση "measuring-in" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να προκύψουν φράσεις που σχετίζονται με τη διαδικασία μέτρησης ή αξιολόγησης. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα με σχετική σημασία:
Όταν πρόκειται για την αξιολόγηση της επιτυχίας σας, θυμηθείτε πάντα να λαμβάνετε υπόψη τους στόχους σας.
"Measuring-in various factors can lead to more accurate results in experiments."
Η αξιολόγηση διάφορων παραγόντων μπορεί να οδηγήσει σε πιο ακριβή αποτελέσματα στα πειράματα.
"For a thorough analysis, measuring-in different variables is essential."
Η φράση προέρχεται από το λατινικό "mensurare," που σημαίνει "μετρώ," και το "in," που χρησιμοποιείται για να δηλώσει τη διαδικασία εντός κάποιου πλαισίου ή περιοχής.
Συνώνυμα: - Assessing (αξιολόγηση) - Evaluating (εκτίμηση) - Gauging (μέτρηση)
Αντώνυμα: - Ignoring (παραβλέπω) - Overlooking (παραβλέπω, δεν λαμβάνω υπόψη) - Disregarding (αγνοώ)