measuring-in - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

measuring-in (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

"Measuring-in" μπορεί να θεωρηθεί ως σύνθετο ρήμα ή φραστικό ρήμα, που αναφέρεται στη διαδικασία κατά την οποία κάτι ή κάποιος αξιολογείται για να διαπιστωθεί η ακριβής του μέτρηση ή θέση.

Φωνητική μεταγραφή

/ˈmɛʒərɪŋ ɪn/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η φράση "measuring-in" χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη διαδικασία κατά την οποία γίνεται μια ακριβής μέτρηση ή αποτύπωση ενός αντικειμένου, συχνά στο πλαίσιο της στατιστικής ή της επιστημονικής έρευνας. Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια, και μπορεί να εμφανίζεται τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο, με κάποια προτίμηση στις επιστημονικές ή τεχνικές περιγραφές.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. The engineer conducted a measuring-in of the new equipment to ensure accurate specifications.
  2. Ο μηχανικός πραγματοποίησε μια επιμέτρηση του νέου εξοπλισμού για να διασφαλίσει ακριβείς προδιαγραφές.

  3. Before starting the project, we need to perform a measuring-in of the site.

  4. Πριν ξεκινήσουμε το έργο, πρέπει να πραγματοποιήσουμε μια μέτρηση του χώρου.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η φράση "measuring-in" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να προκύψουν φράσεις που σχετίζονται με τη διαδικασία μέτρησης ή αξιολόγησης. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα με σχετική σημασία:

  1. "When it comes to measuring-in your success, always remember to consider your goals."
  2. Όταν πρόκειται για την αξιολόγηση της επιτυχίας σας, θυμηθείτε πάντα να λαμβάνετε υπόψη τους στόχους σας.

  3. "Measuring-in various factors can lead to more accurate results in experiments."

  4. Η αξιολόγηση διάφορων παραγόντων μπορεί να οδηγήσει σε πιο ακριβή αποτελέσματα στα πειράματα.

  5. "For a thorough analysis, measuring-in different variables is essential."

  6. Για μια εις βάθος ανάλυση, η μέτρηση διαφόρων μεταβλητών είναι απαραίτητη.

Ετυμολογία

Η φράση προέρχεται από το λατινικό "mensurare," που σημαίνει "μετρώ," και το "in," που χρησιμοποιείται για να δηλώσει τη διαδικασία εντός κάποιου πλαισίου ή περιοχής.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Assessing (αξιολόγηση) - Evaluating (εκτίμηση) - Gauging (μέτρηση)

Αντώνυμα: - Ignoring (παραβλέπω) - Overlooking (παραβλέπω, δεν λαμβάνω υπόψη) - Disregarding (αγνοώ)



25-07-2024