mechanical means - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

mechanical means (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Ο όρος "mechanical means" λειτουργεί ως ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

/ˈmɛkəˌnɪkəl miːnz/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και χρήση

Ο όρος "mechanical means" αναφέρεται σε μεθόδους ή διαδικασίες που χρησιμοποιούν μηχανές ή μηχανικά συστήματα για την επίτευξη κάποιου αποτελέσματος. Χρησιμοποιείται κυρίως σε τεχνικά και επιστημονικά συμφραζόμενα. Συχνά συναντάται σε γραπτό λόγο, αλλά μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί σε προφορικές συζητήσεις, ιδιαίτερα σε τεχνικούς ή επαγγελματικούς τομείς.

Συχνότητα Χρήσης: Η φράση χρησιμοποιείται σχετικά συχνά σε επιχειρηματικά, βιομηχανικά και τεχνικά άρθρα και συζητήσεις.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. The engineers proposed using mechanical means to improve efficiency.
    Οι μηχανικοί πρότειναν τη χρήση μηχανικών μέσων για να βελτιώσουν την απόδοση.

  2. We need to explore different mechanical means for transporting heavy materials.
    Πρέπει να εξερευνήσουμε διάφορα μηχανικά μέσα για τη μεταφορά βαρέων υλικών.

  3. The project utilizes mechanical means to automate the assembly line.
    Το έργο χρησιμοποιεί μηχανικά μέσα για την αυτοματοποίηση της γραμμής παραγωγής.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η φράση "mechanical means" δεν είναι ιδιαίτερα συχνή σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με άλλους όρους για να δημιουργήσει σχετικές εκφράσεις. Ακολουθούν ορισμένες παραδείγματα με μεταφράσεις:

  1. Using mechanical means can drastically change the workflow.
    Η χρήση μηχανικών μέσων μπορεί να αλλάξει δραστικά τη ροή εργασίας.

  2. Mechanical means of transportation have evolved over the years.
    Τα μηχανικά μέσα μεταφοράς έχουν εξελιχθεί με τα χρόνια.

  3. Sometimes, the simplest mechanical means are the most effective.
    Μερικές φορές, τα πιο απλά μηχανικά μέσα είναι τα πιο αποτελεσματικά.

  4. Mechanical means help reduce human error in manufacturing.
    Τα μηχανικά μέσα βοηθούν στη μείωση του ανθρώπινου σφάλματος στην παραγωγή.

  5. In construction, mechanical means play a vital role in lifting heavy loads.
    Στην κατασκευή, τα μηχανικά μέσα διαδραματίζουν ζωτικό ρόλο στην ανύψωση βαρέων φορτίων.

Ετυμολογία

Η λέξη "mechanical" προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό "μηχανικός" (mēkhanikós), που σημαίνει "σχετικός με μηχανές" και συνδέεται με τη "μηχανή", η οποία επικεντρώνεται στην τέχνη ή την επιστήμη της κατασκευής και της χρήσης μηχανών.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - μηχανισμός - τεχνολογικά μέσα

Αντώνυμα: - χέρι (όταν αναφέρεται σε χειρωνακτικές διαδικασίες) - φυσικά μέσα



25-07-2024