Φράση (noun phrase)
/mɪˈkænɪkəl əbˈstrʌkʃən/
Η φράση "mechanical obstruction" αναφέρεται σε φυσικά εμπόδια ή αποκλεισμούς στη λειτουργία ενός μηχανισμού ή ενός συστήματος. Συχνά χρησιμοποιείται σε ιατρικά ή μηχανικά συμφραζόμενα, όπου περιγράφει την κατάσταση όπου κάτι εμποδίζει την ομαλή λειτουργία. Χρησιμοποιείται συχνά σε γραπτό πλαίσιο, όπως σε επιστημονικές ή τεχνικές περιγραφές, αλλά μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί προφορικά σε συζητήσεις που αφορούν παρόμοια θέματα.
Ο ασθενής διαγνώστηκε με μηχανική απόφραξη στα έντερα.
The engineer found a mechanical obstruction that was causing the machine to malfunction.
Ο μηχανικός βρήκε μια μηχανική απόφραξη που προκαλούσε τη δυσλειτουργία της μηχανής.
Proper maintenance can prevent mechanical obstructions in equipment.
Η φράση "mechanical obstruction" δεν χρησιμοποιείται συνήθως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μερικές σχετικές εκφράσεις που περιλαμβάνουν το "mechanical" μπορεί να έχουν ενδιαφέρον:
Η μηχανική αποτυχία μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρές συνέπειες.
The mechanical components require regular inspection to avoid obstructions.
Τα μηχανικά μέρη απαιτούν τακτική επιθεώρηση για να αποφευχθούν οι αποφράξεις.
She has a mechanical mind that allows her to solve complex problems easily.
Έχει έναν μηχανικό νου που της επιτρέπει να λύνει εύκολα σύνθετα προβλήματα.
Replacing worn-out mechanical parts is essential for smooth operation.
Η λέξη "mechanical" προέρχεται από το ελληνικό "μηχανικός" (mechanikos), που σημαίνει σχετικός με τη μηχανή, ενώ η λέξη "obstruction" προέρχεται από το λατινικό "obstructio", που σημαίνει απόφραξη ή εμπόδιο.
Συνώνυμα: - Blockage - Clog - Impediment
Αντώνυμα: - Clearance - Access - Freedom of movement