Ο όρος "mechanical sampling" είναι φράση που λειτουργεί ως ουσιαστικό στη γλώσσα Αγγλικά.
/mɪˈkænɪkl ˈsæmplɪŋ/
Ο όρος "mechanical sampling" αναφέρεται στη διαδικασία συλλογής δειγμάτων μέσω μηχανικών μεθόδων, συνήθως σε βιομηχανικό ή επιστημονικό περιβάλλον, όπου η αξιοπιστία και η ακριβής αντιπροσώπευση των δειγμάτων είναι κρίσιμη. Αυτή η διαδικασία χρησιμοποιείται συχνά για τον ποσοτικό προσδιορισμό υλικών σε υλικές επιστήμες, χημεία και μεταποίηση.
Η φράση χρησιμοποιείται πιο συχνά σε γραπτά πλαίσια, όπως αναφορές και επιστημονικές δημοσιεύσεις, σε σύγκριση με τον προφορικό λόγο.
Ο μηχανικός δειγματισμός είναι απαραίτητος για την εξασφάλιση ακριβούς ανάλυσης υλικών.
Many industries rely on mechanical sampling to maintain quality control.
Πολλές βιομηχανίες βασίζονται στον μηχανικό δειγματισμό για να διατηρούν τον έλεγχο ποιότητας.
The process of mechanical sampling can reduce human error in data collection.
Ο όρος "mechanical sampling" δεν είναι συχνά μέρος ιδιωματικών εκφράσεων στην Αγγλικά, αλλά μπορεί να συσχετίζεται με κάποιες βιομηχανικές ή επιστημονικές φράσεις:
Ο μηχανικός δειγματισμός είναι ο βασικός άξονας αξιόπιστης δοκιμής.
“Through mechanical sampling, we can ensure consistency in our results.”
Μέσω του μηχανικού δειγματισμού, μπορούμε να διασφαλίσουμε τη συνέπεια στα αποτελέσματά μας.
“Effective mechanical sampling leads to better decision-making.”
Ο αποτελεσματικός μηχανικός δειγματισμός οδηγεί σε καλύτερη λήψη αποφάσεων.
“The importance of mechanical sampling cannot be overstated.”
Η σημασία του μηχανικού δειγματισμού δεν μπορεί να υποτιμηθεί.
“In agricultural studies, mechanical sampling is often used to analyze soil quality.”
Συνώνυμα: - automatic sampling (αυτόματος δειγματισμός) - systematic sampling (συστηματικός δειγματισμός)
Αντώνυμα: - manual sampling (χειροκίνητος δειγματισμός) - arbitrary sampling (τυχαίος δειγματισμός)