Mechanistic είναι επίθετο.
/ˌmɛkəˈnɪstɪk/
Ο όρος "mechanistic" αναφέρεται συνήθως σε μια προσέγγιση που εστιάζει σε διαδικασίες και λειτουργίες που λειτουργούν με μηχανικό ή μηχανιστικό τρόπο. Χρησιμοποιείται συχνά σε επιστημονικά ή φιλοσοφικά πλαίσια για να περιγράψει θεωρίες ή μέθοδοι που επισημαίνουν τις φυσικές ή χημικές διεργασίες ως μηχανές, με την έννοια ότι οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ των στοιχείων είναι καθορισμένες και προβλέψιμες.
Χρησιμότητα: Χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό πλαίσιο, κυρίως στη επιστημονική ή ακαδημαϊκή γλώσσα. Η συχνότητά του εξαρτάται από το πεδίο, αλλά γενικά είναι πιο συνηθισμένο σε κείμενα που αναφέρονται σε βιολογία, μηχανική ή επιστημονική φιλοσοφία.
Η μηχανιστική άποψη της βιολογίας τονίζει τη σημασία των φυσικών και χημικών διεργασιών.
Many scientists adopt a mechanistic approach to explain complex systems.
Πολλοί επιστήμονες υιοθετούν μια μηχανιστική προσέγγιση για να εξηγήσουν πολύπλοκα συστήματα.
In psychology, a mechanistic perspective may overlook important emotional factors.
Η λέξη "mechanistic" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να σας δώσει μία εικόνα του πώς χρησιμοποιείται σε επιστημονικά και φιλοσοφικά συμφραζόμενα. Εδώ είναι μερικές προτάσεις που αναδεικνύουν τη χρήση της σε διαφορετικά πλαίσια:
Το μηχανιστικό μοντέλο αποτυγχάνει να συμπεριλάβει τις αποχρώσεις της ανθρώπινης συμπεριφοράς.
Critics argue that a mechanistic understanding of nature reduces its complexity.
Οι κριτικοί υποστηρίζουν ότι μια μηχανιστική κατανόηση της φύσης μειώνει την πολυπλοκότητά της.
His mechanistic explanation of emotions was met with skepticism.
Η μηχανιστική εξήγηση των συναισθημάτων του αντιμετωπίστηκε με σκεπτικισμό.
The mechanistic approach in engineering can lead to efficient designs but may miss creativity.
Η λέξη "mechanistic" προέρχεται από τη λέξη "mechanism", η οποία προέρχεται από τον λατινικό όρο "mechanismus" και αυτή με τη σειρά της από το ελληνικό "μηχανισμός" (μηχανή).
Συνώνυμα: - μηχανιστικός - μηχανιστικός (συναφής με τη μηχανική λειτουργία) - μαθηματικός
Αντώνυμα: - αυθόρμητος - μη οργανωμένος - ελεύθερος
Η λέξη "mechanistic" ενσωματώνει έννοιες που σχετίζονται με τη δομή και τη λειτουργία, οπότε είναι χρήσιμη σε ποικιλία επιστημονικών και φιλοσοφικών συζητήσεων.