mechanistic - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

mechanistic (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Mechanistic είναι επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

/ˌmɛkəˈnɪstɪk/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία

Ο όρος "mechanistic" αναφέρεται συνήθως σε μια προσέγγιση που εστιάζει σε διαδικασίες και λειτουργίες που λειτουργούν με μηχανικό ή μηχανιστικό τρόπο. Χρησιμοποιείται συχνά σε επιστημονικά ή φιλοσοφικά πλαίσια για να περιγράψει θεωρίες ή μέθοδοι που επισημαίνουν τις φυσικές ή χημικές διεργασίες ως μηχανές, με την έννοια ότι οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ των στοιχείων είναι καθορισμένες και προβλέψιμες.

Χρησιμότητα: Χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό πλαίσιο, κυρίως στη επιστημονική ή ακαδημαϊκή γλώσσα. Η συχνότητά του εξαρτάται από το πεδίο, αλλά γενικά είναι πιο συνηθισμένο σε κείμενα που αναφέρονται σε βιολογία, μηχανική ή επιστημονική φιλοσοφία.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. The mechanistic view of biology emphasizes the importance of physical and chemical processes.
  2. Η μηχανιστική άποψη της βιολογίας τονίζει τη σημασία των φυσικών και χημικών διεργασιών.

  3. Many scientists adopt a mechanistic approach to explain complex systems.

  4. Πολλοί επιστήμονες υιοθετούν μια μηχανιστική προσέγγιση για να εξηγήσουν πολύπλοκα συστήματα.

  5. In psychology, a mechanistic perspective may overlook important emotional factors.

  6. Στην ψυχολογία, μια μηχανιστική προοπτική μπορεί να παραβλέψει σημαντικούς συναισθηματικούς παράγοντες.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "mechanistic" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να σας δώσει μία εικόνα του πώς χρησιμοποιείται σε επιστημονικά και φιλοσοφικά συμφραζόμενα. Εδώ είναι μερικές προτάσεις που αναδεικνύουν τη χρήση της σε διαφορετικά πλαίσια:

  1. The mechanistic model fails to encompass the nuances of human behavior.
  2. Το μηχανιστικό μοντέλο αποτυγχάνει να συμπεριλάβει τις αποχρώσεις της ανθρώπινης συμπεριφοράς.

  3. Critics argue that a mechanistic understanding of nature reduces its complexity.

  4. Οι κριτικοί υποστηρίζουν ότι μια μηχανιστική κατανόηση της φύσης μειώνει την πολυπλοκότητά της.

  5. His mechanistic explanation of emotions was met with skepticism.

  6. Η μηχανιστική εξήγηση των συναισθημάτων του αντιμετωπίστηκε με σκεπτικισμό.

  7. The mechanistic approach in engineering can lead to efficient designs but may miss creativity.

  8. Η μηχανιστική προσέγγιση στη μηχανική μπορεί να οδηγήσει σε αποδοτικά σχέδια, αλλά μπορεί να χάσει τη δημιουργικότητα.

Ετυμολογία

Η λέξη "mechanistic" προέρχεται από τη λέξη "mechanism", η οποία προέρχεται από τον λατινικό όρο "mechanismus" και αυτή με τη σειρά της από το ελληνικό "μηχανισμός" (μηχανή).

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - μηχανιστικός - μηχανιστικός (συναφής με τη μηχανική λειτουργία) - μαθηματικός

Αντώνυμα: - αυθόρμητος - μη οργανωμένος - ελεύθερος

Η λέξη "mechanistic" ενσωματώνει έννοιες που σχετίζονται με τη δομή και τη λειτουργία, οπότε είναι χρήσιμη σε ποικιλία επιστημονικών και φιλοσοφικών συζητήσεων.



25-07-2024