Medicated soap (φραστική έκφραση)
/ˈmɛdɪˌkeɪtɪd soʊp/
Το "medicated soap" αναφέρεται σε σαπούνι που έχει προστεθεί μια ιατρική ή φαρμακευτική ουσία με σκοπό την καθαριότητα και τη θεραπεία δερματικών προβλημάτων. Αυτού του είδους τα σαπούνια μπορεί να περιέχουν συστατικά όπως υπεροξείδιο του βενζοϋλίου ή σαλικυλικό οξύ, τα οποία είναι χρήσιμα στη θεραπεία ακμής ή άλλων δερματολογικών παθήσεων.
Το "medicated soap" χρησιμοποιείται συχνά σε περιβάλλοντα φαρμακείων, δερματολογικών κλινικών και μέσα στην υγειονομική περίθαλψη. Η χρήση του είναι πιο συχνή μέσα στο γραπτό λόγο, όπως σε οδηγιές προϊόντων ή διαφημίσεις.
Το "medicated soap" δεν είναι ιδιαίτερα συχνό στον καθημερινό προφορικό λόγο, αλλά χρησιμοποιείται τακτικά σε συγκεκριμένα πλαίσια, όπως οι ιατρικές συζητήσεις και οι διαφημίσεις.
Σας προτείνω να χρησιμοποιήσετε ένα ιαματικό σαπούνι για τα δερματικά σας προβλήματα.
Medicated soap can help reduce acne breakouts.
Το medicated soap δεν έχει πολλές ιδιωματικές χρήσεις, αλλά μπορούμε να αναφέρουμε μερικούς σχετικούς όρους που ενδέχεται να σχετίζονται με τη χρήση σαπουνιών στην καθημερινή γλώσσα.
Κρατήστε το καθαρό με φαρμακευτικό σαπούνι.
"He swears by his medicated soap for clear skin."
Ορκίζεται ότι το φαρμακευτικό σαπούνι του του προσφέρει καθαρό δέρμα.
"Medicated soap is a staple in my skincare routine."
Η λέξη "medicated" προέρχεται από τη λατινική λέξη "medicatus" που σημαίνει "φαρμακευτικός" ή "θεραπευτικός", ενώ η λέξη "soap" έχει αρχαίες ρίζες σε γερμανικές και λατινικές γλώσσες που σχετίζονται με τη διαδικασία παραγωγής σαπουνιού.
Συνώνυμα: - Therapeutic soap (θεραπευτικό σαπούνι) - Antiseptic soap (αντισηπτικό σαπούνι)
Αντώνυμα: - Ordinary soap (συνηθισμένο σαπούνι) - Non-medicated soap (μη φαρμακευτικό σαπούνι)