medicated soap - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

medicated soap (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Medicated soap (φραστική έκφραση)

Φωνητική μεταγραφή

/ˈmɛdɪˌkeɪtɪd soʊp/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Το "medicated soap" αναφέρεται σε σαπούνι που έχει προστεθεί μια ιατρική ή φαρμακευτική ουσία με σκοπό την καθαριότητα και τη θεραπεία δερματικών προβλημάτων. Αυτού του είδους τα σαπούνια μπορεί να περιέχουν συστατικά όπως υπεροξείδιο του βενζοϋλίου ή σαλικυλικό οξύ, τα οποία είναι χρήσιμα στη θεραπεία ακμής ή άλλων δερματολογικών παθήσεων.

Χρήση στη γλώσσα Αγγλικά

Το "medicated soap" χρησιμοποιείται συχνά σε περιβάλλοντα φαρμακείων, δερματολογικών κλινικών και μέσα στην υγειονομική περίθαλψη. Η χρήση του είναι πιο συχνή μέσα στο γραπτό λόγο, όπως σε οδηγιές προϊόντων ή διαφημίσεις.

Συχνότητα χρήσης

Το "medicated soap" δεν είναι ιδιαίτερα συχνό στον καθημερινό προφορικό λόγο, αλλά χρησιμοποιείται τακτικά σε συγκεκριμένα πλαίσια, όπως οι ιατρικές συζητήσεις και οι διαφημίσεις.

Παραδείγματικές προτάσεις

  1. I recommend using a medicated soap for your skin issues.
  2. Σας προτείνω να χρησιμοποιήσετε ένα ιαματικό σαπούνι για τα δερματικά σας προβλήματα.

  3. Medicated soap can help reduce acne breakouts.

  4. Το φαρμακευτικό σαπούνι μπορεί να βοηθήσει στην μείωση των εξανθημάτων ακμής.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Το medicated soap δεν έχει πολλές ιδιωματικές χρήσεις, αλλά μπορούμε να αναφέρουμε μερικούς σχετικούς όρους που ενδέχεται να σχετίζονται με τη χρήση σαπουνιών στην καθημερινή γλώσσα.

  1. "Keep it clean with medicated soap."
  2. Κρατήστε το καθαρό με φαρμακευτικό σαπούνι.

  3. "He swears by his medicated soap for clear skin."

  4. Ορκίζεται ότι το φαρμακευτικό σαπούνι του του προσφέρει καθαρό δέρμα.

  5. "Medicated soap is a staple in my skincare routine."

  6. Το ιαματικό σαπούνι είναι βασικό στην καθημερινή μου ρουτίνα περιποίησης δέρματος.

Ετυμολογία

Η λέξη "medicated" προέρχεται από τη λατινική λέξη "medicatus" που σημαίνει "φαρμακευτικός" ή "θεραπευτικός", ενώ η λέξη "soap" έχει αρχαίες ρίζες σε γερμανικές και λατινικές γλώσσες που σχετίζονται με τη διαδικασία παραγωγής σαπουνιού.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Therapeutic soap (θεραπευτικό σαπούνι) - Antiseptic soap (αντισηπτικό σαπούνι)

Αντώνυμα: - Ordinary soap (συνηθισμένο σαπούνι) - Non-medicated soap (μη φαρμακευτικό σαπούνι)



25-07-2024