Επίθετο
/mɛdjuːˈleɪtɪd/
Η λέξη "medullated" αναφέρεται σε νευρικά κύτταρα που καλύπτονται από μυελίνη, μια λιπαρή ουσία που ενισχύει τη ταχύτητα και την αποτελεσματικότητα της νευρικής μεταφοράς. Χρησιμοποιείται συνήθως σε βιολογικά και ιατρικά συμφραζόμενα, ιδιαίτερα όταν περιγράφονται νευρικά ή γλοιώδη κύτταρα.
Συχνότητα χρήσης: Η λέξη "medullated" είναι πιο κοινή σε γραπτά κείμενα, κυρίως σε επιστημονικές και ιατρικές περιγραφές, παρά σε προφορικές συνομιλίες.
Οι μυελινωτοί ίνες μεταδίδουν τα σήματα πιο αποτελεσματικά.
In the central nervous system, many neurons are medullated to enhance performance.
Στο κεντρικό νευρικό σύστημα, πολλά νευρώνες είναι μυελινωμένοι για να ενισχύσουν την απόδοση.
Researchers study medullated axons to understand nerve regeneration.
Αν και η λέξη "medullated" δεν είναι συνηθισμένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ειδικά επιστημονικά συμφραζόμενα:
Η επίδραση των μυελινωτών αξόνων στη μετάδοση σημάτων είναι βαθιά.
"Understanding the function of medullated nerves is essential for neurology."
Η κατανόηση της λειτουργίας των μυελινωτών νεύρων είναι απαραίτητη για τη νευρολογία.
"Damaged medullated fibers can lead to neuropathies."
Η λέξη προέρχεται από τη λατινική λέξη "medulla," που σημαίνει "μυελός," και το επίθημα "-ated" που υποδεικνύει την κατάσταση ή τη διαδικασία.
Συνώνυμα: - Myelinated (μυελινωμένος)
Αντώνυμα: - Unmyelinated (μη μυελινωμένος)