Όνομα (Noun)
/ˈmɛɡəˌfoʊn/
Η λέξη "megaphone" αναφέρεται σε ένα ηχητικό εργαλείο που χρησιμοποιείται για την ενίσχυση της φωνής, συνήθως σε δημόσιες εκδηλώσεις ή σε συνθήκες όπου είναι απαραίτητο να ακουστεί κανείς σε μεγάλα πλήθη. Χρησιμοποιείται κυρίως σε αθλήματα, σε διαδηλώσεις, σε σχολικά ή κοινωνικά γεγονότα και σε εκδηλώσεις προώθησης.
Η χρήση της λέξης είναι συχνή και συνήθως απαντάται περισσότερο σε γραπτές μορφές, αν και μπορεί να χρησιμοποιείται και στον προφορικό λόγο.
Μίλησε δυνατά στο μεγαφωνο για να φτάσει το πλήθος.
The coach used a megaphone to give instructions during the game.
Ο προπονητής χρησιμοποίησε ένα μεγαφωνο για να δώσει οδηγίες κατά τη διάρκεια του αγώνα.
At the rally, a megaphone was essential for the speaker to be heard.
Η λέξη "megaphone" δεν είναι συνήθως μέρος πολλές ιδιωματικών εκφράσεων. Ωστόσο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί στο πλαίσιο εκφράσεων που αναφέρονται στην ανάγκη να ακουστεί μια γνώμη ή ένα μήνυμα σε ένα πιο ευρύ ακροατήριο.
(Αναφέρεται στο να εκφράζεις τις απόψεις σου με επισημότητα ή ένταση).
She felt like her ideas needed a megaphone.
(Σημαίνει ότι ένιωθε πως οι απόψεις της δεν ακούγονται και χρειάζονται περισσότερη προσοχή).
The event was organized with a megaphone effect, grabbing everyone's attention.
Η λέξη "megaphone" προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη "μέγας" (megás), που σημαίνει "μεγάλος", και "φωνή" (phōnē), που σημαίνει "φωνή". Έτσι, συνδυαστικά σημαίνει μια "μεγάλη φωνή".