Melanophore είναι ένα ουσιαστικό.
IPA: /mɛləˈnɒfɔːr/
Η λέξη "melanophore" αναφέρεται σε ένα είδος κυττάρου που περιέχει μελανίνη, μια χρωστική ουσία υπεύθυνη για το χρώμα του δέρματος, των μαλλιών και των ματιών σε πολλά ζώα. Τα μελανόφορα είναι βασικά για την αντίληψη της χρώσης και της παραλλαγής σε ορισμένα είδη ζωντανών οργανισμών, όπως ψάρια και αμφίβια. Χρησιμοποιούνται συχνά στη βιολογία και τη γενετική.
Αυτή η λέξη δεν είναι εξαιρετικά κοινή και χρησιμοποιείται κυρίως σε επιστημονικά και βιολογικά πλαίσια. Στις περισσότερες περιπτώσεις, η χρήση της είναι πιο συχνή στο γραπτό κείμενο παρά στον προφορικό λόγο.
Ο μελανόφορος στο ψάρι άλλαξε χρώμα για να συγχωνευτεί με το περιβάλλον του.
Scientists studied the melanophore activity in amphibians during their metamorphosis.
Η λέξη "melanophore" συνήθως δεν εμφανίζεται σε ιδιωματικές εκφράσεις λόγω της επιστημονικής της φύσης. Στην επιστημονική γλώσσα, η αναφορά των μελανόφορων συνδέεται συνήθως με την ανάπτυξη και τη χρωστική χρώση, αλλά δεν χρησιμοποιείται σε ιδιωματικά λεξιλόγια.
Ωστόσο, σε παρατηρήσεις σχετικά με την εξελικτική βιολογία, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε προτάσεις όπως: 1. The concept of melanophores helps explain the adaptive coloration of species. - Η έννοια των μελανόφορων βοηθά στην εξήγηση της προσαρμοστικής χρώσης των ειδών.
Η λέξη "melanophore" προέρχεται από την ελληνική λέξη "melas" (μέλας), που σημαίνει "μαύρος" και "phorein" (φορέιν), που σημαίνει "να φέρει". Έτσι, η έννοια της λέξης αναφέρεται στα κύτταρα που "φέρουν μαύρη χρωστική".
Συνώνυμα: - Χρωμοφόρος, μελανός κυτταροφαινομενικά (σε περιβάλλον βιολογικής περιγραφής).
Αντώνυμα: - Καθαρό (σε ένα γενικότερό επίπεδο χρώματος ή εκφράσεων που δεν σχετίζονται με τη χρωστική).
Αυτή η λέξη δεν έχει άμεσα αντίθετα, καθώς χαρακτηρίζει έναν συγκεκριμένο τύπο κυττάρου με συγκεκριμένη λειτουργία.