Meliority είναι ένα ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: /ˌmɛl.iˈɔː.ɹɪ.ti/
Meliority αναφέρεται στην κατάσταση ή τον κίνδυνο βελτίωσης ή προόδου σε ένα συγκεκριμένο τομέα. Χρησιμοποιείται σπάνια στην καθημερινή γλώσσα και ενδέχεται να αφορά περισσότερο ακαδημαϊκό ή τεχνικό πλαίσιο, όπως η φιλοσοφία ή η ηθική. Η χρήση της είναι αρκετά περιορισμένη και πιο πιθανή σε γραπτό λόγο παρά σε προφορικό.
Η μελέτη αποσκοπεί στη μελλοντική βελτίωση των εκπαιδευτικών μεθόδων.
Philosophers often debate the concept of meliority in ethics.
Η λέξη "meliority" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να αναγνωριστεί σε ακαδημαϊκά και φιλοσοφικά συμφραζόμενα. Παρακάτω είναι μερικές προτάσεις που υποδηλώνουν την έννοια της βελτίωσης:
Με τη μελλοντική βελτίωση κατά νου, θα πρέπει πάντα να αναζητούμε καλύτερες λύσεις.
The meliority of our systems is essential for progress.
Η μελλοντική βελτίωση των συστημάτων μας είναι απαραίτητη για την πρόοδο.
In the context of meliority, every step toward improvement is valuable.
Η λέξη "meliority" προέρχεται από το λατινικό "melior", που σημαίνει "καλύτερος". Συνδυάζεται με το επίθημα "-ity", το οποίο χρησιμοποιείται για να σχηματίσει ουσιαστικά που δηλώνουν κατάσταση ή ποιότητα.
Συνώνυμα: - Improvement - Enhancement - Betterment
Αντώνυμα: - Deterioration - Decline - Worsening