Η λέξη "melt" αναφέρεται στη διαδικασία κατά την οποία ένα στερεό υλικό γίνεται υγρό, συνήθως λόγω θέρμανσης. Χρησιμοποιείται συχνά τόσο στην καθημερινή ομιλία όσο και σε επιστημονικά συμφραζόμενα.
Η λέξη "melt" χρησιμοποιείται συχνά και στις δύο μορφές, προφορική και γραπτή. Είναι ιδιαίτερα κοινή στις κουβέντες που αφορούν τη μαγειρική και τις φυσικές διαδικασίες.
Ο πάγος θα λιώσει στον ήλιο.
Please melt the chocolate before adding it.
Παρακαλώ λιώστε τη σοκολάτα πριν την προσθέσετε.
As the temperature rises, the glaciers will begin to melt.
Η λέξη "melt" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις:
Η καρδιά μου λιώνει όταν βλέπω κουτάβια.
"She melted his defenses with her charm."
Λίωσε τις άμυνές του με τη γοητεία της.
"The tension in the room melted away after the joke."
Η ένταση στο δωμάτιο λιώσε μετά από το αστείο.
"He melted into the background during the argument."
Λίωσε στο παρασκήνιο κατά τη διάρκεια της διαμάχης.
"Her smile melted his anger."
Η λέξη "melt" προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη "meltan," που σημαίνει "να λιώνει" και έχει γερμανικές ρίζες.
Συνώνυμα: - Liquefy - Dissolve - Thaw
Αντώνυμα: - Solidify - Freeze - Congeal