Memorabilia είναι ουσιαστικό (noun).
[ˌmɛm.əˈræb.ɪ.lɪ.ə]
Η λέξη "memorabilia" αναφέρεται σε αντικείμενα που είναι αφιερωμένα σε κάποιο γεγονός ή προσωπικότητα και συχνά συλλέγονται ή απολαμβάνονται για την συναισθηματική τους αξία. Χρησιμοποιείται κυρίως στο πλαίσιο συλλεξίας ή αναμνήσεων. Η λέξη έχει αυξημένη χρήση στον γραπτό λόγο, ιδιαίτερα σε κείμενα σχετικά με συλλογές, πολιτισμούς και ιστορία, αλλά ενδέχεται να συναντηθεί και στην ομιλία σε σχετικές συζητήσεις.
Η συναυλία ήταν καταπληκτική και έφερα πίσω μερικά αναμνηστικά από το γεγονός.
His collection of sports memorabilia includes jerseys signed by famous athletes.
Η λέξη "memorabilia" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις, κυρίως στην αναφορά σε συλλογές και την αξία των αντικειμένων:
Τα αναμνηστικά μιας περασμένης εποχής συχνά αφηγούνται μια πιο συναρπαστική ιστορία από τα ιστορικά βιβλία.
"He treasures his memorabilia collection as a tangible link to his childhood."
Εκτιμά τη συλλογή του από αναμνηστικά ως μια απτή σύνδεση με την παιδική του ηλικία.
"In the world of sports, memorabilia can be worth a fortune."
Στη σφαίρα του αθλητισμού, τα αναμνηστικά μπορούν να αξίζουν μια περιουσία.
"They opened a museum dedicated to rock memorabilia."
Άνοιξαν ένα μουσείο αφιερωμένο σε αναμνηστικά της ροκ μουσικής.
"Memorabilia from the civil rights movement is priceless to historians."
Η λέξη "memorabilia" προέρχεται από τη λατινική λέξη "memorabilis", η οποία σημαίνει "αξιομνημόνευτος", και το ρηματικό μέρος "memora" που σημαίνει "να θυμάσαι". Χρησιμοποιείται στα αγγλικά από τον 19ο αιώνα, συνδυάζοντας τη έννοια της λέξης "να θυμάσαι" με την έννοια των απτών αντικειμένων που μας βοηθούν να θυμόμαστε.
Συνώνυμα: - memorabilia - souvenirs - collectibles
Αντώνυμα: - trash - debris - discarded items