Ουσιαστικό
/mɛnˈhɪr/
Η λέξη "menhir" αναφέρεται σε έναν μεμονωμένο, συνήθως ψηλό και κατακόρυφο λίθο, που χρησιμοποιείται σε προϊστορικές ή αρχαίες πολιτισμικές μέσα. Συνήθως βρίσκεται σε ομάδες ή συνδυάζεται με άλλους λίθους για να σχηματίσει δομές όπως είναι οι κύκλοι λίθων ή οι ναοί. Χρησιμοποιείται περισσότερο σε αρχαιολογικά και ιστορικά συμφραζόμενα, άρα παρουσιάζει μεγαλύτερη συχνότητα στο γραπτό λόγο παρά στον προφορικό.
Ο αρχαίος μενχίρ υψωνόταν επιβλητικά απέναντι από τον ορίζοντα.
Archaeologists discovered a cluster of menhirs in the region.
Οι αρχαιολόγοι ανακάλυψαν μια ομάδα μενχίρ στην περιοχή.
Visiting a site with menhirs offers a glimpse into our prehistoric past.
Η λέξη "menhir" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις στα Αγγλικά, αλλά υπάρχουν ορισμένες φράσεις που συνδέονται με την ιστορία και την αρχαιολογία:
Χρησιμοποιείται για να εκφράσει κάτι που αντέχει στο χρόνο, όπως ένας άνθρωπος ή ιδέα.
"Built like a menhir"
Περιγράφει έναν άνθρωπο ή αντικείμενο που είναι εξαιρετικά ισχυρό ή ψηλό.
"A menhir among stones"
Η λέξη "menhir" προέρχεται από τη φυλή των Βρετονικών που χρησιμοποιούσε τη λέξη "men" (πέτρα) και "hir" (ψηλός) για να περιγράψει τον ογκόλιθο.
Συνώνυμα: - Megalith - Dolmen (σε συγκεκριμένα συμφραζόμενα)
Αντώνυμα: - Ίχνος - Ελαφρύς λίθος
Αυτή είναι η ολοκληρωμένη πληροφόρηση για τη λέξη "menhir".