Ο όρος "mental capacity" λειτουργεί ως ουσιαστικό.
/mɛntəl kəˈpæsɪti/
Ο όρος "mental capacity" αναφέρεται στην ικανότητα ενός ατόμου να κατανοεί, να σκέφτεται και να παίρνει αποφάσεις. Συνήθως χρησιμοποιείται σε νομικά και ψυχολογικά πλαίσια για να περιγράψει την ικανότητα ενός ατόμου να συμμετέχει σε νομικές διαδικασίες ή να ασκεί τα δικαιώματά του. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή, ιδίως σε νομικούς και ιατρικούς τομείς, και χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό πλαίσιο.
He needs to assess her mental capacity before making any decisions.
(Πρέπει να αξιολογήσει την ψυχική της ικανότητα προτού πάρει οποιεσδήποτε αποφάσεις.)
Mental capacity can vary greatly from person to person.
(Η ψυχική ικανότητα μπορεί να διαφέρει σημαντικά από άτομο σε άτομο.)
Understanding one's own mental capacity is crucial for making informed choices.
(Η κατανόηση της δικής μας ψυχικής ικανότητας είναι κρίσιμη για την επίτευξη ενημερωμένων επιλογών.)
Ο όρος "mental capacity" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο συνδέεται με ορισμένες φράσεις που αφορούν την ψυχική διάθεση ή ικανότητα.
"He is at full mental capacity today."
(Είναι στην πλήρη ψυχική του ικανότητα σήμερα.)
"She was tested for mental capacity after the accident."
(Η γυναίκα υποβλήθηκε σε τεστ ψυχικής ικανότητας μετά το ατύχημα.)
"Enhancing mental capacity is important for academic success."
(Η ενίσχυση της ψυχικής ικανότητας είναι σημαντική για την ακαδημαϊκή επιτυχία.)
Ο όρος "capacity" προέρχεται από το λατινικό "capacitas", το οποίο σημαίνει "ικανότητα ή χωρητικότητα". Ο όρος "mental" προέρχεται από το λατινικό "mentalis", που σημαίνει "σχετικά με το μυαλό".
Συνώνυμα: - Cognitive ability (γνωστική ικανότητα) - Intellectual capacity (διανοητική ικανότητα)
Αντώνυμα: - Incapacity (αδυναμία) - Imbecility (ηλιθιότητα)
Αυτός ο συνδυασμός λέξεων και πληροφοριών παρέχει μια ολοκληρωμένη εικόνα του όρου "mental capacity".