mercurized - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

mercurized (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "mercurized" είναι επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

/ˈmɜːrkjʊˌraɪzd/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικά

Σημασία

Η λέξη "mercurized" αναφέρεται σε κάτι που έχει υποβληθεί σε επεξεργασία ή έχει εμπλουτισθεί με υδράργυρο (δηλαδή, το χημικό στοιχείο Hg). Χρησιμοποιείται συχνά σε ιατρικό ή χημικό πλαίσιο, συνήθως για να περιγράψει φάρμακα ή προϊόντα που περιλαμβάνουν υδράργυρο, αλλά μπορεί επίσης να αναφέρεται σε διαδικασίες που περιλαμβάνουν τη χρήση αυτού του στοιχείου.

Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι σχετικά χαμηλή και ενδέχεται να εμφανίζεται περισσότερο σε γραπτά κείμενα, όπως επιστημονικές μελέτες, παρά στον προφορικό λόγο.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. The doctor prescribed a mercurized ointment for the skin condition.
  2. Ο γιατρός συνταγογράφησε μια υδραργυρωμένη αλοιφή για την δερματική πάθηση.

  3. Some dental practices have used mercurized fillings in the past.

  4. Μερικές οδοντιατρικές πρακτικές έχουν χρησιμοποιήσει υδραργυρωμένες σφραγίδες στο παρελθόν.

  5. The scientific study focused on the effects of mercurized materials.

  6. Η επιστημονική μελέτη εστιάστηκε στις επιδράσεις υδραργυρωμένων υλικών.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Δεν υπάρχουν πολλές γνωστές ιδιωματικές εκφράσεις που να περιλαμβάνουν τη λέξη "mercurized", καθώς πρόκειται για έναν εξειδικευμένο όρο. Ωστόσο, μπορούμε να δημιουργήσουμε μερικές προτάσεις που χρησιμοποιούν τη λέξη σε διάφορα πλαίσια:

  1. The debate around mercurized products has sparked public concern about safety.
  2. Η συζήτηση γύρω από τα υδραργυρωμένα προϊόντα έχει προκαλέσει ανησυχία σχετικά με την ασφάλεια.

  3. Many countries have banned mercurized substances due to health risks.

  4. Πολλές χώρες έχουν απαγορεύσει τις υδραργυρωμένες ουσίες λόγω κινδύνων για την υγεία.

  5. Researchers are examining the long-term effects of using mercurized compounds.

  6. Οι ερευνητές εξετάζουν τις μακροχρόνιες επιδράσεις της χρήσης υδραργυρωμένων ενώσεων.

Ετυμολογία

Η λέξη "mercurized" προέρχεται από το "mercury" (υδράργυρος) και τον επίθετο-καταληκτικό "-ized", που σημαίνει "να υφίστανται μια διαδικασία" ή "να έχουν υποβληθεί σε". Ο υδράργυρος έχει ιστορική χρήση σε ιατρικές εφαρμογές, γι' αυτό και οι συνδυασμοί που περιλαμβάνουν τη λέξη έχουν αναπτυχθεί.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Υδραργυρωμένος - Επαγγελλομένος με υδράργυρο

Αντώνυμα: - Σαφώς, δεν υπάρχουν άμεσα αντώνυμα, καθώς η έννοια της απουσίας υδράργυρου ή της μη χρήσης αυτού σε ένα προϊόν δεν προσδιορίζεται με μια συγκεκριμένη λέξη. Ωστόσο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί απλά το "μη υδραργυρωμένος".

Αυτή η προσέγγιση στο θέμα προσφέρει μια σαφή εικόνα για τον όρο "mercurized".



25-07-2024