Expression (Phrase)
/mɜːrkjʊri ˈpɔɪzənɪŋ/
Η φράση "mercury poisoning" αναφέρεται στην τοξική επίδραση που προκαλείται από την έκθεση σε υδράργυρο, ένα βαρύ μέταλλο, που μπορεί να συμβεί μέσω κατανάλωσης μολυσμένων ψαριών, αναπνοής ατμών ή επαφής με χημικά προϊόντα που περιέχουν υδράργυρο. Η δηλητηρίαση μπορεί να έχει σοβαρές επιπτώσεις στην υγεία, όπως νευρολογικές βλάβες, προβλήματα στο αναπαραγωγικό σύστημα και άλλα.
Χρήση στη γλώσσα Αγγλικά: Η φράση χρησιμοποιείται συνήθως σε ιατρικά και περιβαλλοντικά πλαίσια. Συχνότητα χρήσης: Χρησιμοποιείται κυρίως στο γραπτό λόγο, αλλά μπορεί επίσης να εμφανιστεί σε συζητήσεις σχετικά με τη δημόσια υγεία ή περιβαλλοντικά ζητήματα.
"Mercury poisoning can cause severe neurological damage."
"Η δηλητηρίαση από υδράργυρο μπορεί να προκαλέσει σοβαρές νευρολογικές βλάβες."
"Children are particularly vulnerable to mercury poisoning."
"Τα παιδιά είναι ιδιαίτερα ευάλωτα στη δηλητηρίαση από υδράργυρο."
"Collecting data on mercury poisoning is crucial for public health."
"Η συλλογή δεδομένων σχετικά με τη δηλητηρίαση από υδράργυρο είναι κρίσιμη για τη δημόσια υγεία."
Η φράση "mercury poisoning" δεν χρησιμοποιείται κατά κόρον μέσα σε ιδιωματικές εκφράσεις στα Αγγλικά, αλλά υπάρχουν μερικές χρήσιμες παρατηρήσεις συνδυασμένα με την επίδραση του υδράργυρου:
"He was poisoned by mercury in the industrial accident."
"Δηλητηριάστηκε από υδράργυρο κατά τη διάρκεια του βιομηχανικού ατυχήματος."
"Long-term exposure to mercury can lead to chronic mercury poisoning."
"Η μακροχρόνια έκθεση στον υδράργυρο μπορεί να οδηγήσει σε χρόνια δηλητηρίαση από υδράργυρο."
"Mercury poisoning symptoms can be subtle at first."
"Τα συμπτώματα της δηλητηρίασης από υδράργυρο μπορεί να είναι αρχικά υπολεπτομερή."
"Awareness about mercury poisoning is essential for fisherman."
"Η ευαισθητοποίηση για τη δηλητηρίαση από υδράργυρο είναι απαραίτητη για τους ψαράδες."
Η λέξη "mercury" προέρχεται από το λατινικό "hydragyrum", που σημαίνει "υδατώδης ασήμαντος", αναφερόμενος στο υδράργυρο, και η λέξη "poisoning" προέρχεται από την αγγλική λέξη "poison", η οποία έχει γαλλικές και λατινικές ρίζες.
Συνώνυμα: - heavy metal poisoning (δηλητηρίαση από βαριά μέταλλα) - toxin exposure (έκθεση σε τοξίνες)
Αντώνυμα: - mercury safety (ασφάλεια του υδράργυρου) - mercury-free (χωρίς υδράργυρο)