Νoun (ουσιαστικό)
/mɜːrsi drʌg/
Η φράση "mercy drug" αναφέρεται σε φάρμακα ή ουσίες που χρησιμοποιούνται για να ανακουφίσουν τον πόνο ή να προσφέρουν ανακούφιση σε αβοήθητους ασθενείς, συχνά σε καταστάσεις όπου η θεραπεία μπορεί να κρίνεται αδύνατη. Ανάλογα με τη χρήση, μπορεί να έχει και ηθικές ή νομικές διαστάσεις. Στην αγγλική γλώσσα, η φράση αυτή χρησιμοποιείται κυρίως σε ιατρικά και ηθικά πλαίσια, και η χρήση της είναι πιο συχνή στο γραπτό λόγο σχετικά με συζητήσεις για τον ιατρικό τομέα.
Ο γιατρός συνταγογράφησε ένα φάρμακο ευσπλαχνίας για τον ασθενή που είναι τελικού σταδίου.
In hospitals, mercy drugs are sometimes administered to ease suffering.
Η φράση "mercy drug" δεν ενσωματώνεται συχνά σε γνωστές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να εμφανιστεί σε συζητήσεις σχετικά με ιατρική ηθική και ανακούφιση από τον πόνο. Ακολουθούν μερικές προτάσεις που χρησιμοποιούν την φράση:
Η χρήση φαρμάκων ευσπλαχνίας έχει προκαλέσει συζητήσεις για την ευθανασία.
Arguments on the legality of mercy drugs continue in the medical community.
Οι συζητήσεις σχετικά με τη νομιμότητα των φαρμάκων ευσπλαχνίας συνεχίζονται στην ιατρική κοινότητα.
She advocated for patients' rights to access mercy drugs in their final days.
Η λέξη "mercy" προέρχεται από τη λατινική "mercium" και την περίπτωση "misericordia". Από την άλλη, η λέξη "drug" προέρχεται από την παλαιά γαλλική "drogue" που σημαίνει ουσία ή φάρμακο. Η σύνθεση τους "mercy drug" προκύπτει από τη συνδυασμένη έννοια της ευσπλαχνίας και της ιατρικής θεραπείας.
Συνώνυμα: - Palliative drug (αναλγητικό φάρμακο) - Comfort medication (φάρμακο ανακούφισης)
Αντώνυμα: - Harmful drug (βλαβερό φάρμακο) - Toxic substance (τοξική ουσία)
Η φράση "mercy drug" εφαρμόζεται κυρίως σε ιατρικά και ηθικά συμφραζόμενα, με συζητήσεις που άπτονται θέματα θεραπείας και κανονισμών υγειονομικής περίθαλψης.