Ο όρος "meshed skin graft" είναι ένα ουσιαστικό (noun).
/ˈmɛʃt skɪn ɡræft/
Ο όρος "meshed skin graft" αναφέρεται σε ένα είδος δερματικού μοσχεύματος που έχει υποστεί διαδικασία δικτυοποίησης, δημιουργώντας μικρές σχισμές ή τρύπες σε αυτό. Αυτή η διαδικασία επιτρέπει στο μόσχευμα να επεκτείνεται και να προσαρμόζεται καλύτερα στις απαιτήσεις του χειρουργείου, καθώς και να προάγει την επαφή του με τους υγιείς ιστούς του σώματος, βοηθώντας στη διαδικασία επούλωσης.
Χρησιμοποιείται συνήθως σε κατεστραμμένες περιοχές του δέρματος, ειδικά σε περιπτώσεις εγκαυμάτων ή σοβαρών τραυματισμών. Η συχνότητά του είναι υψηλότερη σε χειρουργικές διαδικασίες και ιατρικά συμφραζόμενα.
The surgeon decided to use a meshed skin graft to cover the burned area.
Ο χειρουργός αποφάσισε να χρησιμοποιήσει ένα δικτυωτό δερματικό μόσχευμα για να καλύψει την κατεστραμμένη περιοχή.
After the accident, a meshed skin graft was applied to help the wound heal properly.
Μετά το ατύχημα, τοποθετήθηκε ένα δικτυωτό δερματικό μόσχευμα για να βοηθήσει την πληγή να επουλωθεί σωστά.
Ο όρος "meshed skin graft" δεν έχει πολλές γνωστές ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο σε ιατρικά συμφραζόμενα μπορεί να περιγραφούν συγκεκριμένες διαδικασίες. Ακολουθούν μερικές προτάσεις όπου μπορεί να χρησιμοποιηθεί:
The medical team prepared a meshed skin graft to facilitate quicker healing in patients.
Η ιατρική ομάδα προετοίμασε ένα δικτυωτό δερματικό μόσχευμα για να διευκολύνει τη γρηγορότερη επούλωση στους ασθενείς.
In cases of severe burns, a meshed skin graft is often the preferred option for reconstruction.
Σε περιπτώσεις σοβαρών εγκαυμάτων, ένα δικτυωτό δερματικό μόσχευμα είναι συχνά η προτιμώμενη επιλογή για την ανακατασκευή.
The use of a meshed skin graft can significantly improve the chances of full recovery.
Η χρήση ενός δικτυωτού δερματικού μοσχεύματος μπορεί να βελτιώσει σημαντικά τις πιθανότητες πλήρους ανάρρωσης.
Η λέξη "graft" προέρχεται από το γαλλικό "greffe" και το αρχαίο ελληνικό "γράφειν", που σημαίνει "να συνδέσεις" ή "αναθέτω", ενώ ο όρος "meshed" προέρχεται από την αγγλική λέξη "mesh", που σημαίνει "δικτύωμα", που χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει τη διαδικασία ενίσχυσης ή ανακούφισης του μοσχεύματος.
Συνώνυμα: - αδιαφανές δερματικό μόσχευμα - αυτομόσχευμα (όταν προέρχεται από τον ίδιο ασθενή)
Αντώνυμα: - μη δικτυωτό δερματικό μόσχευμα - πλήρες δερματικό μόσχευμα
Αυτή είναι μια εκτενή ανάλυση του όρου "meshed skin graft" και η χρήση του στον τομέα της ιατρικής.