mesospore (ουσιαστικό)
/mɛˈzoʊspɔr/
Ο όρος mesospore αναφέρεται σε έναν τύπο σπόρου που βρίσκεται σε κάποιες φυτικές και μυκητιακές οργανώσεις. Στις βιολογικές επιστήμες, ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως για αναφορά σε σπόρους που αναπτύσσονται κατά τη διάρκεια της αναπαραγωγής. Η χρήση του είναι σχετικά σπάνια σε σύγκριση με άλλους όρους που σχετίζονται με τη βιολογία και τη μυκητολογία. Συνήθως, η λέξη εμφανίζεται σε επιστημονικά κείμενα και εργασίες σχετικά με τη σπορογένεση.
Ο μεσοσπόρος παίζει καθοριστικό ρόλο στον κύκλο ζωής ορισμένων μυκήτων.
Researchers are studying the characteristics of the mesospore in various plant species.
Ο όρος "mesospore" δεν είναι ιδιαίτερα κοινός στην αγγλική γλώσσα και δεν φαίνεται να έχει καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε επιστημονικό λόγο σε συνδυασμένες έννοιες που σχετίζονται με την αναπαραγωγή και την ανάπτυξη φυτών.
Η λέξη mesospore προέρχεται από την ελληνική λέξη "μέσος" που σημαίνει "μεσαίος" και "σπόρος" που αναφέρεται στους σπόρους φυτών και μυκήτων. Η σύνθεση των δύο αυτών όρων υποδηλώνει την ενδιάμεση ή μεσαία θέση του συγκεκριμένου σπόρου στην αναπαραγωγική διαδικασία.
Συνώνυμα: - spore (σπόρος)
Αντώνυμα: - none (δεν υπάρχουν άμεσα αντώνυμα στον επιστημονικό λόγο)
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα για τη λέξη mesospore στην αγγλική γλώσσα και τη χρήση της.