Metalanguage είναι ουσιαστικό.
/ˈmɛtəˌlæŋɡwɪdʒ/
Η λέξη metalanguage αναφέρεται σε μια γλώσσα που χρησιμοποιείται για να περιγράψει, ανάλυσει ή να μιλήσει για μια άλλη γλώσσα. Στην γλωσσολογία, η μεταγλώσσα είναι χρήσιμη για την ανάλυση και την κατανόηση των κανόνων, δομών και λειτουργιών μιας γλώσσας. Έχει μεγαλύτερη συχνότητα χρήσης σε ακαδημαϊκά και γραπτά κείμενα, όπως σε γλωσσολογικές αναλύσεις και θεωρίες.
Ο καθηγητής εξήγησε την έννοια της μεταγλώσσας στους μαθητές του.
In linguistic studies, metalanguage plays a critical role in understanding grammar.
Στις γλωσσικές σπουδές, η μεταγλώσσα παίζει κρίσιμο ρόλο στην κατανόηση της γραμματικής.
Using metalanguage can help clarify complex ideas in any discussion.
Η λέξη metalanguage δεν είναι ιδιαίτερα κοινή σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε συμφραζόμενα που σχετίζονται με την ανάλυση και περιγραφή των γλωσσών.
Η κατανόηση της θεωρίας της μεταγλώσσας μπορεί να ενισχύσει τις γλωσσικές σας ικανότητες.
The use of metalanguage in this document makes it easier for readers to grasp complex topics.
Η χρήση της μεταγλώσσας σε αυτό το έγγραφο διευκολύνει τους αναγνώστες να κατανοήσουν πολύπλοκα θέματα.
Teachers often incorporate metalanguage in their lessons to help students understand language structures.
Η λέξη metalanguage προέρχεται από την ελληνική λέξη " μετά" (που σημαίνει "μετά" ή "στα παρά πέρα") και "γλώσσα" (language). Σημαίνει "γλώσσα για γλώσσα".
Συνώνυμα: - metalinguistic language - descriptive language
Αντώνυμα: Δεν υπάρχουν άμεσα αντώνυμα, καθώς η έννοια της μεταγλώσσας δεν έχει αντίθετα. Ωστόσο, μια γλώσσα που δεν αναφέρεται στις δομές της μπορεί να θεωρηθεί απλώς "γλώσσα" ή "προφορική".
Το metalanguage είναι ένα θεμελιώδες εργαλείο στη γλωσσολογία και προσφέρει έναν ενδελεχή τρόπο κατανόησης του τρόπου που λειτουργούν οι γλώσσες.