Μέρος του λόγου: Επίθετο
Φωνητική μεταγραφή: /mɛtəˈlɜrdʒɪkəl/
Η λέξη "metallurgical" αναφέρεται σε όλα όσα σχετίζονται με τη μεταλλουργία, δηλαδή την επιστήμη και την τεχνική επεξεργασίας των μετάλλων. Χρησιμοποιείται συχνά σε τεχνικά και επιστημονικά συμφραζόμενα, ειδικά στην περιγραφή διαδικασιών, τεχνικών και εφαρμογών που αφορούν τη μεταλλουργία.
Συχνότητα χρήσης: Η λέξη "metallurgical" χρησιμοποιείται συχνότερα σε επιστημονικά και τεχνικά κείμενα παρά σε προφορικό λόγο.
Η μεταλλουργική διαδικασία βελτιώνει τη δύναμη του μετάλλου.
He studied metallurgical engineering at the university.
Σπούδασε μεταλλουργική μηχανική στο πανεπιστήμιο.
Metallurgical properties determine the usability of metals in various applications.
Η λέξη "metallurgical" δεν είναι κοινή σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο, η μεταλλουργία ως τομέας έχει κάποιες συνήθεις εκφράσεις που σχετίζονται με αυτήν:
Η μεταλλουργική αποτυχία μπορεί να οδηγήσει σε καταστροφικά αποτελέσματα.
The metallurgical industry plays a crucial role in construction.
Η μεταλλουργική βιομηχανία παίζει κρίσιμο ρόλο στην κατασκευή.
Understanding metallurgical processes is essential for material scientists.
Η λέξη "metallurgical" προέρχεται από το ελληνικό "μετάλλιον" (metallion) που σημαίνει "μέταλλο" και το λατινικό "metallurgicus", που συνδυάζεται με το "ergon", που σημαίνει εργασία ή τέχνη.
Συνώνυμα: - metalliferous - metallic
Αντώνυμα: - non-metallic
Αυτές οι πληροφορίες προσφέρουν μια εκτενή ανάλυση της λέξης "metallurgical".