"Metallurgical concentrate" είναι ένα ουσιαστικό.
/ˌmɛtəˈlɜrdʒɪkəl ˈkɒntrəˌkeɪt/
Ο όρος "metallurgical concentrate" αναφέρεται σε μια μορφή υλικού που έχει συμπυκνωθεί για να αυξήσει τη συγκέντρωση μετάλλων. Αυτό το προϊόν χρησιμοποιείται στη μεταλλουργία για την εξαγωγή/επεξεργασία των μετάλλων από πρώτες ύλες, όπως ορυκτά και μεταλλεύματα. Είναι συχνά αποτέλεσμα διεργασιών φιλτραρίσματος ή άλλων χημικών επεξεργασιών που απομακρύνουν τις ανώδυνες ή άχρηστες ουσίες.
Ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτές αναφορές που σχετίζονται με τη μεταλλουργία, τη βιομηχανία ή την επιστήμη των υλικών. Η συχνότητα χρήσης του είναι μεγαλύτερη σε τεχνικά και επιστημονικά κείμενα παρά στον προφορικό λόγο.
The metallurgical concentrate must be tested for purity before processing.
Το μεταλλουργικό συμπύκνωμα πρέπει να ελεγχθεί για καθαρότητα πριν την επεξεργασία.
Companies often seek the highest quality metallurgical concentrate for successful operations.
Οι εταιρείες συχνά αναζητούν το υψηλότερης ποιότητας μεταλλουργικό συμπύκνωμα για επιτυχημένες δραστηριότητες.
The price of metallurgical concentrate has risen significantly in recent years.
Η τιμή του μεταλλουργικού συμπυκνώματος έχει αυξηθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια.
Ο όρος "metallurgical concentrate" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να ενταχθεί σε διαφορετικά πλάνα μεταλλουργίας και εξόρυξης:
The market for metallurgical concentrates is highly competitive.
Η αγορά των μεταλλουργικών συμπυκνωμάτων είναι πολύ ανταγωνιστική.
Understanding the properties of metallurgical concentrates is crucial for engineers.
Η κατανόηση των ιδιοτήτων των μεταλλουργικών συμπυκνωμάτων είναι κρίσιμη για τους μηχανικούς.
Several factors influence the quality of metallurgical concentrates produced.
Πολλοί παράγοντες επηρεάζουν την ποιότητα των παραγόμενων μεταλλουργικών συμπυκνωμάτων.
Ο όρος "metallurgical" προέρχεται από τη λέξη "metallurgy," που σημαίνει τη επιστήμη και τη διαδικασία της εξαγωγής μετάλλων από ορυκτά. Η λέξη "concentrate" προέρχεται από τη λατινική "concentrare," που σημαίνει "συγκεντρώνω".
Συνώνυμα:
- Ore concentrate
- Metal concentrate
Αντώνυμα:
- Diluted product
- Impure material
Αυτές οι υποενότητες παρέχουν ένα πλήρες και οργανωμένο πλαίσιο για την κατανόηση του όρου "metallurgical concentrate".