metallurgist - Ουσιαστικό (noun)
/ˌmɛt.əlˈɜːr.dʒɪst/
Ο όρος "metallurgist" αναφέρεται σε έναν επαγγελματία που ειδικεύεται στην επιστήμη και την τεχνολογία της μεταλλουργίας. Οι μεταλλουργοί ασχολούνται με τη μελέτη και την επεξεργασία μετάλλων, περιλαμβάνοντας τη μεταλλολογία, τη χημεία και τις φυσικές αρχές, για να δημιουργήσουν νέα κράματα ή να βελτιώσουν υπάρχοντα. Συνήθως εργάζονται στο βιομηχανικό τομέα ή στον ακαδημαϊκό χώρο, αναπτύσοντας και βελτιώνοντας τις διαδικασίες παραγωγής μετάλλων.
Ο όρος "metallurgist" χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό πλαίσιο περιβαλλόντων όπως οι επιστημονικές δημοσιεύσεις, οι τεχνικές αναφορές και οι εκπαιδευτικοί τομείς. Η χρήση του στη συνομιλία δεν είναι τόσο συχνή, αν και μπορεί να εμφανιστεί σε επαγγελματικές συζητήσεις.
Ο μεταλλουργός ανέλυσε τις ιδιότητες του νέου κράματος.
After years of study, she became a skilled metallurgist.
Μετά από χρόνια σπουδών, έγινε εξειδικευμένος μεταλλουργός.
The metallurgist works closely with engineers to improve manufacturing processes.
Ο όρος "metallurgist" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις που είναι γνωστές στο κοινό. Ωστόσο, υπάρχουν κάποιες προτάσεις που μπορεί να αναγνωρίσουν την ειδικότητα του μεταλλουργού:
"Η εξειδίκευσή του ως μεταλλουργού τον καθιστά πολύτιμο μέλος στην επιστήμη των υλικών."
"A good metallurgist can turn ideas into solid metals."
"Ένας καλός μεταλλουργός μπορεί να μετατρέψει τις ιδέες σε αληθινά μέταλλα."
"In the world of engineering, the metallurgist holds a key position."
Ο όρος "metallurgist" προέρχεται από τη λέξη "metallurgy", που έχει τις ρίζες της από τα ελληνικά "metal" (μέταλλο) και "ergon" (εργασία). Συνδυάζει την επιστήμη της επεξεργασίας των μετάλλων με την εμπειρία του επαγγελματία που την εφαρμόζει.
Συνώνυμα: - Metallurgical engineer - Material scientist
Αντώνυμα: - Non-specialist (γενικός επιστήμονας ή μηχανικός που δεν ειδικεύεται στη μεταλλουργία)