Η λέξη "meteorological" αναφέρεται σε οτιδήποτε σχετίζεται με την επιστήμη που μελετά το κλίμα και τους καιρικούς φαινομένους. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει διαδικασίες, δεδομένα, ή μετρήσεις που αφορούν τις καιρικές συνθήκες. Ο όρος χρησιμοποιείται και στον επιστημονικό λόγο και στον γραπτό, αλλά συναντάται και στον προφορικό λόγο, κυρίως σε συζητήσεις σχετικά με τον καιρό.
Οι μετεωρολογικές συνθήκες μπορεί να αλλάξουν γρήγορα στα βουνά.
The meteorological report indicated heavy rain for the weekend.
Η μετεωρολογική έκθεση ανέφερε ισχυρές βροχές για το σαββατοκύριακο.
Meteorological data is essential for predicting natural disasters.
Ο όρος "meteorological" δεν βρίσκεται πολύ συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά είναι σημαντικός σε προτάσεις που αφορούν την επιστήμη και την πρόγνωση του καιρού. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα που χρησιμοποιούν τη λέξη:
Η μετεωρολογική πρόγνωση είναι κρίσιμη για τους αγρότες κατά τη διάρκεια της εποχής σποράς.
A meteorological study showed significant climate change effects.
Μια μετεωρολογική μελέτη έδειξε σημαντικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής.
The meteorological satellite helps scientists monitor weather patterns.
Ο μετεωρολογικός δορυφόρος βοηθά τους επιστήμονες να παρακολουθούν τα καιρικά μοτίβα.
Meteorological instruments are used to gather data about atmospheric conditions.
Η λέξη "meteorological" προέρχεται από το ελληνικό "μετεωρολογία" (meteorology), που προέρχεται από τις λέξεις "μετέωρον" (meteoron) που σημαίνει «αυτό που βρίσκεται πάνω» και "λόγος" (logos) που σημαίνει «λόγος, μελέτη». Χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει τη μελέτη των φυσικών φαινομένων που συμβαίνουν στην ατμόσφαιρα.
Συνώνυμα:
- Atmospheric (ατμοσφαιρικός)
- Weather-related (σχετικός με τον καιρό)
Αντώνυμα:
- Non-meteorological (μη μετεωρολογικός)
- Unrelated to weather (μη σχετικός με τον καιρό)