Η λέξη "methodical" περιγράφει μια προσέγγιση ή μέθοδο που είναι οργανωμένη, συστηματική και ακολουθεί μια συγκεκριμένη διαδικασία. Χρησιμοποιείται συχνά για να δηλώσει έναν τρόπο εργασίας που είναι προσεκτικός και συστηματικός. Στην αγγλική γλώσσα, χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό πλαίσιο, αλλά μπορεί να συναντηθεί και στον προφορικό λόγο, ιδιαίτερα σε επαγγελματικά ή ακαδημαϊκά περιβάλλοντα.
Η λέξη "methodical" δεν είναι από τις πιο συχνά χρησιμοποιούμενες λέξεις, αλλά έχει σταθερή παρουσία σε συγκεκριμένα συμφραζόμενα, όπως η επιστημονική έρευνα και η επιχειρηματική στρατηγική.
He approached the problem in a methodical way.
(Ανέφερε το πρόβλημα με έναν μεθοδολογικό τρόπο.)
The scientist performed methodical experiments to ensure accurate results.
(Ο επιστήμονας πραγματοποίησε μεθοδολογικά πειράματα για να διασφαλίσει ακριβή αποτελέσματα.)
Her methodical planning made the project run smoothly.
(Ο μεθοδολογικός σχεδιασμός της έκανε το έργο να προχωρά ομαλά.)
Methodical approach
(Μεθοδολογική προσέγγιση)
"His methodical approach to problem-solving is impressive."
(Η μεθοδολογική του προσέγγιση στην επίλυση προβλημάτων είναι εντυπωσιακή.)
Methodical thinker
(Μεθοδολογικός σκεπτόμενος)
"She is a methodical thinker, always analyzing every detail."
(Είναι μια μεθοδολογική σκεπτόμενη, πάντα αναλύοντας κάθε λεπτομέρεια.)
Methodical routine
(Μεθοδολογική ρουτίνα)
"He follows a methodical routine to maximize his productivity."
(Ακολουθεί μια μεθοδολογική ρουτίνα για να μεγιστοποιήσει την παραγωγικότητά του.)
Methodical preparation
(Μεθοδολογική προετοιμασία)
"The team's methodical preparation paid off during the presentation."
(Η μεθοδολογική προετοιμασία της ομάδας αποδόθηκε κατά την παρουσίαση.)
Η λέξη "methodical" προέρχεται από τη λέξη "method" που προέρχεται από το ελληνικό "μέθοδος" (μέθοδος), που σημαίνει "οδός/τρόπος για να επιτευχθεί ένας σκοπός". Η κατάληξη "-ical" προστίθεται για να υποδηλώσει ότι κάτι σχετίζεται με μια μέθοδο.