Η φράση "methylated DNA" είναι ένα υποκείμενο που αναφέρεται σε μια διαδικασία βιοχημικής τροποποίησης του DNA.
/mɛθɪˌleɪtɪd diˈɛnˌeɪ/
Μέχρι τώρα, η μεθυλίωση του DNA είναι μια βιοχημική διαδικασία κατά την οποία μια μεθυλική ομάδα προστίθεται σε μια βάση του DNA, συνήθως στην κυτοσίνη. Αυτή η διαδικασία έχει σημαντικές επιπτώσεις στην έκφραση των γονιδίων και παίζει ρόλο στην κυτταρική διαφοροποίηση, την ανάπτυξη και διάφορες ασθένειες. Η χρησιμοποιούμενη συχνότητα είναι σχετικά υψηλή στον ελληνικό βιοϊατρικό τομέα και στον επιστημονικό λόγο, με πιο συχνή χρήση στο γραπτό πλαίσιο.
"Methylated DNA can regulate gene expression."
"Το μεθυλιωμένο DNA μπορεί να ρυθμίσει την έκφραση των γονιδίων."
"Understanding methylated DNA is crucial for cancer research."
"Η κατανόηση του μεθυλιωμένου DNA είναι κρίσιμη για την έρευνα του καρκίνου."
"Scientists are studying the effects of methylated DNA on hereditary traits."
"Οι επιστήμονες μελετούν τις επιπτώσεις του μεθυλιωμένου DNA στα κληρονομούμενα χαρακτηριστικά."
Αν και η φράση "methylated DNA" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις στην καθημερινή γλώσσα, υφίστανται κάποιες σχετικές φράσεις στον επιστημονικό τομέα:
"Methylated DNA patterns can provide insights into epigenetic changes."
"Τα μοτίβα του μεθυλιωμένου DNA μπορούν να παρέχουν γνώσεις για τις επεγενετικές αλλαγές."
"Abnormal methylated DNA levels are linked to various diseases."
"Τα ανώμαλα επίπεδα μεθυλιωμένου DNA σχετίζονται με διάφορες ασθένειες."
"Collecting data on methylated DNA can help in understanding genetic predispositions."
"Η συλλογή δεδομένων για το μεθυλιωμένο DNA μπορεί να βοηθήσει στην κατανόηση των γενετικών προδιαθέσεων."
Η λέξη "methylated" προέρχεται από το προσδιοριστικό "methyl" (μεθυλικός) που αναφέρεται σε μια χημική ομάδα (−CH₃) και από τη λ. "late" που σημαίνει προσθήκη ή τροποποίηση. Το "DNA" είναι το ακρωνύμιο για το "deoxyribonucleic acid" (δεοξυριβονουκλεϊκό οξύ).
Συνώνυμα: - DNA που έχει υποστεί μεθυλίωση - Επικαλυμμένο DNA
Αντώνυμα:
- Unmethylated DNA (μη μεθυλιωμένο DNA)
- Non-modified DNA (μη τροποποιημένο DNA)