Το "metric ton" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: /ˈmɛtrɪk tʌn/
metric ton αναφέρεται σε μονάδα μέτρησης βάρους που ισοδυναμεί με 1.000 κιλά (2.204,62 λίβρες). Η χρήση της είναι συνηθισμένη σε διεθνείς συναλλαγές, επιστημονικές μελέτες και στοιχεία στατιστικών. Ο συνδυασμός χρησιμοποιείται κυρίως στο γραπτό πλαίσιο, αλλά και στον προφορικό λόγο, ιδίως σε τεχνικές ή επίσημες συζητήσεις.
Η αποστολή ζύγιζε πάνω από πέντε μετρικούς τόνους.
The factory produces approximately twenty metric tons of products each month.
Το εργοστάσιο παράγει περίπου είκοσι μετρικούς τόνους προϊόντων κάθε μήνα.
He calculated the weight of the cargo in metric tons to ensure accurate shipping costs.
Η έκφραση "metric ton" δεν έχει πολλές ιδιωματικές χρήσεις, αλλά ισχύει σε τεχνολογικό και εμπορικό πλαίσιο.
Η εταιρεία έχει έναν μετρικό τόνο εμπειρίας στη διαχείριση εφοδιαστικής.
It costs a metric ton to fix the car, but it is worth it.
Κοστίζει έναν μετρικό τόνο για να επισκευαστεί το αυτοκίνητο, αλλά αξίζει.
We have to move a metric ton of data to the new server.
Πρέπει να μεταφέρουμε έναν μετρικό τόνο δεδομένων στον νέο διακομιστή.
They won a metric ton of awards for their outstanding performance.
Η λέξη "metric" προέρχεται από το γαλλικό "métrique," που σημαίνει "μέτρηση" και συνδέεται με το ελληνικό "μέτρο." Ο "ton" προέρχεται από το γαλλικό "tonne," που είναι η μονάδα μέτρησης βάρους.
Συνώνυμα: - tonne - metric tonne
Αντώνυμα: - None commonly used, as the metric ton is a specific measurement.
Αυτή η απάντηση παρέχει μια ολοκληρωμένη εικόνα σχετικά με τον όρο "metric ton," εστιάζοντας σε σημαντικές γλωσσικές και πολιτισμικές πτυχές.