Metrography: ουσιαστικό.
/ˌmɛt.rəˈɡrɑː.fi/
Η λέξη "metrography" αναφέρεται στην επιστήμη και τη μεθοδολογία της χαρτογράφησης ή της καταγραφής δεδομένων που σχετίζονται με τα μετρό ή αστικές υποδομές. Χρησιμοποιείται κυρίως σε τεχνικά και επιστημονικά συμφραζόμενα. Η συχνότητα χρήσης της είναι σχετικά περιορισμένη και χρησιμοποιείται πιο συχνά σε γραπτό πλαίσιο, όπως σε ερευνητικές εργασίες, άρθρα και τεχνικές αναφορές.
Η μελέτη της μετρογραφίας βοηθά τους αστικούς σχεδιαστές να σχεδιάσουν πιο αποτελεσματικά συστήματα μεταφοράς.
Metrography can reveal patterns in city congestion and inform traffic management strategies.
Η μετρογραφία μπορεί να αποκαλύψει μοτίβα στην κυκλοφοριακή συμφόρηση της πόλης και να ενημερώσει στρατηγικές διαχείρισης της κυκλοφορίας.
Recent advances in metrography technology have improved the accuracy of urban mapping.
Η λέξη "metrography" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε κοινές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να βρίσκει εφαρμογή σε συγκεκριμένα περιβάλλοντα, όπως οι επιστημονικές έρευνες και οι συζητήσεις σχετικά με τις αστικές υποδομές.
Ωστόσο, μπορούμε να δημιουργήσουμε κάποιες προτάσεις που να αναδεικνύουν την έννοιά της: 1. Diving into the depths of metrography, analysts can better understand urban mobility. - Βυθίζοντας κανείς στα βάθη της μετρογραφίας, οι αναλυτές μπορούν να κατανοήσουν καλύτερα τη αστική κινητικότητα.
Ο ρόλος της μετρογραφίας στον βιώσιμο αστικό σχεδιασμό γίνεται όλο και πιο σημαντικός.
By utilizing metrography, cities can effectively plan for future population growth.
Η λέξη "metrography" προέρχεται από τις λέξεις "metro" (που σχετίζεται με μετρό ή αστικές υποδομές) και "graphy" (που προέρχεται από το ελληνικό "γραφή", σημαίνει καταγραφή ή απεικόνιση).
Συνώνυμα: - Χαρτογράφηση ( στις γενικές περιπτώσεις) - Αστική χαρτογράφηση
Αντώνυμα: - Αντιχάραξη (σε κάποιες περιπτώσεις, αν αναφερόμαστε σε ακατάστατες ή μη οργανωμένες περιοχές) - Άγνωστες περιοχές (σε τοπικές διαστάσεις)